Τετάρτη 26 Μαρτίου 2008


Λες και παραμιλούν, παίρνουν αυτό που θέλουν και φεύγουν.
Είσαι άυλος, είσαι διάφανος, είσαι πίσω απ’ τα σκονισμένα τζάμια..
Λέξεις χιλιοειπωμένες, λέξεις συνηθισμένες, αλήθειες σαν τα μάτια τους, σαν τα πρόσωπα τους, ίδια όλα, ίδια και απαράλλαχτα, ανδρικά και γυναικεία, άφυλλα, χωρίς χαμόγελο ή με χαμόγελο, χωρίς περιεχόμενο.
Σε μισούν, ναι μάλλον σε μισούν, γι’ αυτούς είσαι η νύχτα, μέρος της νύχτας, τους αφήνεις να προσπεράσουν για να έρθουν άλλοι.
Μερικές φορές, σπάνια, μπορεί να ξεχάσουν και να σου πουν καληνύχτα ή και να σου χαμογελάσουν.
Μην τους πιστέψεις, δεν εννοούν τίποτα, θα το λέγανε ακόμα και σε σκύλο αν ήταν στην θέση σου.
Η νύχτα μαγεύει τους ανθρώπους, τους ξεγυμνώνει, τους κάνει να φορούν μόνο την γύμνια τους, χωρίς να ντρέπονται γι αυτήν. Νιώθουν πως είναι σκεπασμένοι με την μπλε σκιά, ελεύθεροι, πραγματικοί άνθρωποι και οι πραγματικοί άνθρωποι δεν είναι τρομαχτικοί, είναι αδιάφοροι, δεν είναι σοφοί είναι άσχετοι, δεν είναι άνθρωποι της νύχτας, είναι άνθρωποι καθημερινοί, δεν μεταμορφώνονται, φανερώνονται, δεν τρομάζουν, είναι τρομαγμένοι..
Η νύχτα είναι το πιο ανθρώπινο κομμάτι του εικοσιτετραώρου.
Σκέφτομαι τις πόρνες και μου ‘ρχεται να κλάψω καθώς λευτερώνουν τα κορμιά τους και παίρνουν μαζί τους και ένα μέρος απ’ το βάρος των αδιάφορων κορμιών.
Χωρίς μια κουβέντα τους βλέπουνε να φεύγουνε ποιο άδειοι και από oτι ήρθαν.
Στην μνήμη τους στα σίγουρα θα μείνει μόνο το βρώμικο λαχάνιασμα και η κούφια σιωπή τους..
Άλλωστε η νύχτα είναι αυτές.. μια πόρνη

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2008

ΑΣΠΡΟ-ΜΑΥΡΟ

Τον μισώ, τον μισώ ως τα άκρα. Πάντα έτσι αναστάτωνε την ζωή μου αυτός ο άνθρωπος. Από παλιά ακόμα… Ήμασταν φοιτητές στο πολυτεχνείο. Πάντα πρώτος αυτός. Πρώτος στα μαθήματα, πρώτος στα γλέντια, πρώτος και στις γκόμενες.
Αξέχαστες θα μου μείνουν οι νύχτες εκείνες που έμενα ξάγρυπνος, ψάχνοντας να βρω τι είχε αυτός περισσότερο από μένα.
Ήμασταν φίλοι, τάχα καλοί φίλοι. Κουραφέξαλα, πάντα με κοιτούσε σαν κατώτερο του και πάντα τον κοιτούσα σαν ανώτερο μου. Ήξερε πως τον ζήλευα και του άρεζε γιατί επιβεβαίωνε έτσι την ανωτερότητα του.
Εγώ ήμουν καχεκτικός με κρυφή φαλάκρα στη μέση του χοντροκέφαλου μου. Αυτός όμορφος , λεβέντης με πυκνά μακριά μαλλιά . Εγώ φορούσα ρούχα παλιομοδίτικα και χοντροκομμένα. Αυτός αεράτα, ραμμένα πάντα με την τελευταία λέξη της μόδας.
Αυτός ήξερε όλη την ιστορία της αρχιτεκτονικής απ’ έξω και ανακατωτά και μπορούσε να τραβήξει ευθείες ίσιες και παράλληλες με το χέρι. Εγώ δεν ήξερα τίποτα, για κανένα μάθημα και δεν κατόρθωνα να τραβήξω δυο παράλληλες ευθείες ούτε με τον χάρακα.
Ήταν τόσο διασκεδαστικός που ακόμα και αυτοί που δεν ήξεραν καν το όνομα του τον καλούσαν στο πάρτι τους. Μπορούσε να πίνει βαρέλια ολόκληρα γεμάτα μπύρα χωρίς καν να ζαλιστεί.

Όσο για τ’ αστεία του ε δεν θα το πιστέψετε, και την πιο μεγάλη βλακεία να έλεγε οι άλλοι θα ξεκαρδίζονταν στα γέλια.
Εμένα κανείς Δε με καλούσε στα πάρτι. Αντίθετα τον παρακαλούσαν να μη με πάρει μαζί του.

Δεν έπινα στάλα κι αν έπινα με το πρώτο ποτήρι ζαλιζόμουν και ξερνούσα ύστερα για μια ολόκληρη εβδομάδα. Και φυσικά για αστεία ούτε λέξη. Δεν τολμούσα. Μια φορά μόνο είπα κάτι και ο μόνος που γέλασε ήταν αυτός. Ντράπηκα τόσο πολύ τότε που κατάπια τη γλώσσα μου και δεν ξανάπα ποτέ πια αστείο στη ζωή μου.
Οι γυναίκες πάντα ήταν τρελά ερωτευμένες μαζί του. Τον κυνηγούσαν και μαλώνανε πια θα τον κατακτήσει. Δεν τις φέρονταν καλά. Ήταν αδιάφορος. Χαμογελούσε σαρκαστικά και μου λέγε « Οι γυναίκες είναι μυστήρια τρένα, όσο αδιαφορείς τόσο σε κυνηγούν » Μα αυτό δεν έπιανε ποτέ σε μένα. Παρόλα αυτά δεν μπορώ να πω, σ’ αυτόν έπιανε πάντα. Ήξερε να τις κουμαντάρει.
Τον μισώ, τον μισώ, τον μισώ. Ποτέ δεν ήταν μόνος , πάντα είχε συντροφιά, ποτέ δεν βρήκε δυσκολίες. Πάντα όλα του έρχονταν βολικά. Μπορούσε και χαμογελούσε, ακόμα και αυτό.
Πάντα έτσι αναστάτωνε την ζωή μου ώσπου μια Άνοιξη πήρε το πτυχίο του και έφυγε και ησύχασα… Μα όχι για πολύ. Να που το πρωί τον ξανάδα. Και συγχύστηκα και πάω να σκάσω απ’ το κακό μου. Τον ξανάδα μπρος μου.
Βέβαια αυτός Δε μ’ αναγνώρισε , όμως εγώ τον θυμήθηκα αμέσως. Άλλωστε δεν άλλαξε σχεδόν καθόλου από τότε. Είναι το ίδιο νέος, το ίδιο γοητευτικός, το ίδιο καλοντυμένος. Ενώ εγώ έμεινα τελείως φαλακρός, έκανα να, μια κοιλάρα, είμαι βρώμικος, αξύριστος, κουρελής και ταλαίπωρος .
Τον είδα να βγαίνει από μια μαύρη
BMW. Μαζί του βγήκε και μια πανέμορφη γυναίκα και δυο πανέμορφα κοριτσάκια. Θα παντρεύτηκε, θα έκανε παιδιά.
Εγώ ούτε παντρεύτηκα, ούτε παιδιά έκανα. Μου δώσε απλόχερα ένα ολόκληρο πεντακοσάρικο. Τόσα χρόνια στην ζητιανιά, κανείς ποτέ δεν μου ’χει δώσει ένα ολόκληρο πεντακοσάρικο και αυτός με το πρώτο… παπ! Μου το πέταξε και έφυγε και μ’ άφησε μόνο, με το θυμό και με το μίσος μου, να ξαγρυπνώ τώρα προσπαθώντας να ανακαλύψω τι περισσότερο έχει αυτός από μένα


ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΠΟΥ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΑΝ ΤΗΝ ΠΟΛΗ


Ανοίγω τα μάτια . Καλημέρα . Νιώθω ξεκούραστος , λες και κοιμήθηκα χρόνια. Έχω καιρό να νιώσω έτσι όμορφα . Λες και όλα έχουν αλλάξει Κάνει κρύο, το ταβάνι στάζει, ανασηκώνω το κεφάλι μου και κοιτώ το πάτωμα.
Έχει σχηματιστεί μια μικρή λίμνη με νερό. Η κάθε σταγόνα δημιουργεί πάνω στην μικρή λίμνη
αρμονικούς ομόκεντρους κύκλους. Έχω και παρέα , τις κατσαρίδες που γυρνούν στις σκοτεινές υγρές γωνιές τους μετά την ολονύχτια περιπλάνηση τους στο δωμάτιο μου.
Κατά
την προσφιλή συνήθεια μου ανακάθομαι στο στρώμα, σταυρώνω τα πόδια και βυθίζομαι σε σκέψεις σοβαρές και κρίσιμες , πώς θα βγω χωρίς να το πάρει χαμπάρι η σπιτονοικοκυρά μου. Βλέπετε της χρωστάω πέντε νοίκια . Όπως πάντα δεν καταλήγω πουθενά μα Δε βαριέσαι , η ζωή είναι όμορφη και τα προβλήματα προσωρινά . Μπα παραείμαι αισιόδοξος σήμερα. Να δεις που στο τέλος θα μου βγει σε κακό.
Αποφασίζω να το σκάσω απ’ το παράθυρο. Ντύνομαι γρήγορα, ανοίγω τα παντζούρια και με ένα σάλτο βρίσκομαι στον δρόμο. Βρέχει και φυσά. Κατεβαίνω το έρημο
πλακόστρωτο σοκάκι χωρίς να συναντήσω ούτε ένα άνθρωπο. Το πρώτο αυτό γεγονός ενισχύει την μέχρι τώρα καλή μου διάθεση.
Τα κλαδιά στα δέντρα είναι γυμνά. Τα
λιγοστά κίτρινα φύλλα που μένουν πάνω τους ξηλώνονται και αυτά από το άνεμο και τριγυρνούν αλήτικα από ‘δω κι από ‘κει. Μ’ αρέσει αυτό το μέρος , μ’ αρέσει η ησυχία. Δεν αγαπώ τους ανθρώπους , ούτε τα χρώματα τους , ούτε τους ήχους τους , ούτε τα προϊόντα τους. Η πόλη θα ’ταν πολύ καλύτερη αν ήταν άδεια. Θα μου πείτε τώρα , αν δεν υπήρχε κόσμος πώς θα υπήρχε πόλη; Αυτό είναι άλλη ιστορία.
Δυστυχώς κάποτε τα έρημα δρομάκια τελειώνουν. Τώρα είμαι αναγκασμένος να βγω στον κεντρικό δρόμο, να δω αντιπαθητικές φάτσες
και να μυρίσω τη μπόχα τους. Και μόνο η ιδέα με αναστατώνει. Τους μισώ τους ανθρώπους και τους κεντρικούς δρόμους.
Πλησιάζοντας περιμένω να ακούσω
το χαρακτηριστικό μουρμουρητό , μα δεν ακούω τίποτα . Στρίβω και βλέπω το κεντρικό δρόμο άδειο. Δηλαδή τι άδειο, νεκρό. Αρχίζω να τα χάνω. Η ησυχία μου τρυπά τα αυτιά . Κοιτώ γύρω μου σαν τρελός. Τίποτα , ούτε ψυχή, μόνο σκουπίδια και κίτρινα φύλλo.
«Ει είναι κανείς;». Φωνάζω. Αφουγκράζομαι. Τίποτα. Περπατώ με μεγάλα βήματα στην μέση του δρόμου κοιτώ γύρω μου ανήσυχα.
Τα μαγαζιά
είναι κλειστά, τα αυτοκίνητα εγκαταλελειμμένα στην βροχή, τα πεζοδρόμια άδεια.
Που πήγαν οι άνθρωποι; Ένας κόμπος στέκεται στον λαιμό μου, τα νεύρα
μου τεντώνονται, με
Πιάνει πανικός.
Εγκατέλειψαν την πόλη. Είμαι μόνος σ’αυτήν την μπασταρδούπολη, ολομόναχος.
Αυτό δεν τ’ αντέχω. Φοβάμαι.
Αρχίζω να τρέχω. Τρέχω σαν τρελός κόντρα στην βροχή και στον άνεμο. Μ’ άφησαν μόνο. Είμαι μόνος . Με λούζει
κρύος ιδρώτας, τα μάτια μου γουρλώνουν, η ησυχία της πόλης με πονά.
Λαχανιάζω, μου πονά το στήθος, μα τρέχω. Ξαφνικά ραγίζω. Γονατίζω στη μέση του πλυμένου από
Τη
βροχή δρόμου και κλαιω πικρά. Γιατί μ’ άφησαν οι άνθρωποι μόνο; Τι τους έκανα;
«Ει τρελός είσαι και στέκεσαι εκεί;»Ανθρώπινη φωνή. Τρελαίνομαι. Είναι ένας γεροντάκος σηκώνομαι και τρέχω πάνω του. Τον αγκαλιάζω.
«Μείναμε μόνοι. Έφυγαν οι άνθρωποι. Που πήγαν; Ξέρεις;Τους είδες;;» Ο γέρος με κοιτά σαστισμένα. «Είσαι πραγματικά τρελός . Τι λες παλικάρι μου; Έλα στα καλά σου». Τον σκουντώ νευριασμένος που δεν καταλαβαίνει.
«Καλά δεν βλέπεις; Η πόλη είναι άδεια. Φύγαν σου λεω, φύγαν και μας άφησαν μόνους»
Γελά ο αναίσθητος . «Τι γελάς;» Ουρλιάζω κλαίγοντας απαρηγόρητα. Κούνα το κεφάλι του και παραμιλά
«Καλά το κατάλαβα Κυριακή και με τόσο κρύο μόνο χαζούς θα συναντήσω.» «Είναι Κυριακή ;…» Ψελλίζω έκπληκτος. Ο γέρος δεν μ’ απαντά . Γυρνά την πλάτη και απομακρύνεται μουρμουρίζοντας. Χαμογελώ και ανασαίνω με ανακούφιση. «Εϊ γέρο» Του φωνάζω «Πλάκα σου Κανά . Το ξέρα πως είναι Κυριακή».

Τρίτη 18 Μαρτίου 2008


Με κυνηγούν οι λέξεις,

μερικές είναι έτοιμες να με δολοφονήσουν,

δεν μπορώ να βρώ την ισορροπία στην κόψη τους,

με φορτώνουν με μολυβένιους σταυρούς

και μου δείχνουν μερικούς απ τους Γολγοθάδες που πρέπει να ανέβω.

Μερικές λέξεις είναι σαν άγγιγμα αγκάθινο, στην επιδερμίδα του νου μου,

με χαράζουν με σημάδια ανεξίτηλα, σημάδια άσχημα.

Την νύχτα τέτοια σημάδια πονάν, αφήνουν την επιφάνεια σου και προχωρούν παρακάτω ,

γίνονται ρωγμές

και σαν δεν καταφέρεις να τις ελέγξεις, γίνονται ρήγματα ολόκληρα που σε χωρίζουνε στα δύο και δεν μπορείς να ξανανταμώσεις πια τον εαυτό σου…