Τετάρτη 19 Μαρτίου 2008

ΑΣΠΡΟ-ΜΑΥΡΟ

Τον μισώ, τον μισώ ως τα άκρα. Πάντα έτσι αναστάτωνε την ζωή μου αυτός ο άνθρωπος. Από παλιά ακόμα… Ήμασταν φοιτητές στο πολυτεχνείο. Πάντα πρώτος αυτός. Πρώτος στα μαθήματα, πρώτος στα γλέντια, πρώτος και στις γκόμενες.
Αξέχαστες θα μου μείνουν οι νύχτες εκείνες που έμενα ξάγρυπνος, ψάχνοντας να βρω τι είχε αυτός περισσότερο από μένα.
Ήμασταν φίλοι, τάχα καλοί φίλοι. Κουραφέξαλα, πάντα με κοιτούσε σαν κατώτερο του και πάντα τον κοιτούσα σαν ανώτερο μου. Ήξερε πως τον ζήλευα και του άρεζε γιατί επιβεβαίωνε έτσι την ανωτερότητα του.
Εγώ ήμουν καχεκτικός με κρυφή φαλάκρα στη μέση του χοντροκέφαλου μου. Αυτός όμορφος , λεβέντης με πυκνά μακριά μαλλιά . Εγώ φορούσα ρούχα παλιομοδίτικα και χοντροκομμένα. Αυτός αεράτα, ραμμένα πάντα με την τελευταία λέξη της μόδας.
Αυτός ήξερε όλη την ιστορία της αρχιτεκτονικής απ’ έξω και ανακατωτά και μπορούσε να τραβήξει ευθείες ίσιες και παράλληλες με το χέρι. Εγώ δεν ήξερα τίποτα, για κανένα μάθημα και δεν κατόρθωνα να τραβήξω δυο παράλληλες ευθείες ούτε με τον χάρακα.
Ήταν τόσο διασκεδαστικός που ακόμα και αυτοί που δεν ήξεραν καν το όνομα του τον καλούσαν στο πάρτι τους. Μπορούσε να πίνει βαρέλια ολόκληρα γεμάτα μπύρα χωρίς καν να ζαλιστεί.

Όσο για τ’ αστεία του ε δεν θα το πιστέψετε, και την πιο μεγάλη βλακεία να έλεγε οι άλλοι θα ξεκαρδίζονταν στα γέλια.
Εμένα κανείς Δε με καλούσε στα πάρτι. Αντίθετα τον παρακαλούσαν να μη με πάρει μαζί του.

Δεν έπινα στάλα κι αν έπινα με το πρώτο ποτήρι ζαλιζόμουν και ξερνούσα ύστερα για μια ολόκληρη εβδομάδα. Και φυσικά για αστεία ούτε λέξη. Δεν τολμούσα. Μια φορά μόνο είπα κάτι και ο μόνος που γέλασε ήταν αυτός. Ντράπηκα τόσο πολύ τότε που κατάπια τη γλώσσα μου και δεν ξανάπα ποτέ πια αστείο στη ζωή μου.
Οι γυναίκες πάντα ήταν τρελά ερωτευμένες μαζί του. Τον κυνηγούσαν και μαλώνανε πια θα τον κατακτήσει. Δεν τις φέρονταν καλά. Ήταν αδιάφορος. Χαμογελούσε σαρκαστικά και μου λέγε « Οι γυναίκες είναι μυστήρια τρένα, όσο αδιαφορείς τόσο σε κυνηγούν » Μα αυτό δεν έπιανε ποτέ σε μένα. Παρόλα αυτά δεν μπορώ να πω, σ’ αυτόν έπιανε πάντα. Ήξερε να τις κουμαντάρει.
Τον μισώ, τον μισώ, τον μισώ. Ποτέ δεν ήταν μόνος , πάντα είχε συντροφιά, ποτέ δεν βρήκε δυσκολίες. Πάντα όλα του έρχονταν βολικά. Μπορούσε και χαμογελούσε, ακόμα και αυτό.
Πάντα έτσι αναστάτωνε την ζωή μου ώσπου μια Άνοιξη πήρε το πτυχίο του και έφυγε και ησύχασα… Μα όχι για πολύ. Να που το πρωί τον ξανάδα. Και συγχύστηκα και πάω να σκάσω απ’ το κακό μου. Τον ξανάδα μπρος μου.
Βέβαια αυτός Δε μ’ αναγνώρισε , όμως εγώ τον θυμήθηκα αμέσως. Άλλωστε δεν άλλαξε σχεδόν καθόλου από τότε. Είναι το ίδιο νέος, το ίδιο γοητευτικός, το ίδιο καλοντυμένος. Ενώ εγώ έμεινα τελείως φαλακρός, έκανα να, μια κοιλάρα, είμαι βρώμικος, αξύριστος, κουρελής και ταλαίπωρος .
Τον είδα να βγαίνει από μια μαύρη
BMW. Μαζί του βγήκε και μια πανέμορφη γυναίκα και δυο πανέμορφα κοριτσάκια. Θα παντρεύτηκε, θα έκανε παιδιά.
Εγώ ούτε παντρεύτηκα, ούτε παιδιά έκανα. Μου δώσε απλόχερα ένα ολόκληρο πεντακοσάρικο. Τόσα χρόνια στην ζητιανιά, κανείς ποτέ δεν μου ’χει δώσει ένα ολόκληρο πεντακοσάρικο και αυτός με το πρώτο… παπ! Μου το πέταξε και έφυγε και μ’ άφησε μόνο, με το θυμό και με το μίσος μου, να ξαγρυπνώ τώρα προσπαθώντας να ανακαλύψω τι περισσότερο έχει αυτός από μένα


Δεν υπάρχουν σχόλια: