Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2007

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ...ΚΑΛΕΣ ΘΕΑΣΕΙΣ...


Δεν υπάρχουν Χριστούγεννα., μόνο καθρέπτες υπάρχουν…

Υπέροχοι, θολοί καθρέπτες, είδωλα της φωτεινής ενδυμασίας μας,

μιας γιορτινής φορεσιάς και της λάμψης από τα φωτάκια της.

Ο κόσμος προχωρά και δίχως Χριστούγεννα,

Μα πιστέψτε με χωρίς καθρέπτες δεν μπορεί να προχωρήσει,

Την έχει ανάγκη αυτή την γιορτινή αντιφεγγιά, αυτή την επιλεκτική, λαμπερή εικόνα στην μέση του Χειμώνα.

Και αν κάποτε με δείτε να σβήνω τα βεγγαλικά μέσα σε ποτήρι σαμπάνιας Cair,

έχω ταξική συνείδηση,

θα ναι γιατί θα προσπαθώ να δω στον καθρέπτη το είδωλο μου, χωρίς τα φώτα τα πολύχρωμα…γυμνό από Χριστούγεννα.

Χρόνια Πολλά λοιπόν, καλές θεάσεις στις εικόνες που αγαπάτε …


Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2007


Είναι φορές απόλυτης μοναξιάς, τόσο πυκνής μοναξιάς, που θα μπορούσες να την κόψεις με μαχαίρι.

Νομίζω, πως το χειρότερο απ όλα είναι πως πρέπει με κάθε τρόπο να λογοδοτείς για την μοναξιά σου. Γιατί διαφορετικά...είσαι στιγματισμένος, κάτι δεν πάει καλά με σένα, μόνο με σένα, με τον κόσμο ολόκληρο κάτι δεν πάει καλά τι μου ζητάτε τα ρέστα, απλά κοιτάξτε μέσα σας....

Δεν θα απολογηθώ σε κανέναν, είμαι απόλυτα φυσιολογικός και αν με δείτε στον δρόμο θα αντικρίσετε κάποιον σαν τον εαυτό σας.
Ας απολογηθεί ο εαυτός σας λοιπόν....

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2007


Μερικές φορές νιώθω απόλυτα Μόνος

Λες και οι άνθρωποι γύρω μου είναι τρισδιάστατες φωτογραφίες
Δεν έχουν υφή, υπόσταση. Και αν τυχαία ακουμπήσω κάποιον νιώθω μεγάλη έκπληξη μπροστά στην ανακάλυψη της ύλης που αγγίζω...

Συχνάζω στο myspace μα και ο εικονικός κόσμος το ίδιο πλαστός μου φαίνεται και εκεί φωτογραφίες, ομάδες, οικογένειες

Το πρόβλημα μου είναι πως είμαι απροσάρμοστος, χωρίς πατρίδα, χωρίς κοινά, χωρίς την ουσία την ανθρώπινη που δένει τους ανθρώπους, το πρόβλημα είναι πως δεν ανήκω πουθενά, πως είμαι μια απλή φωτογραφία...

...Αποσπασμα απο το θεατρικό Μονόπρακτο "Μιλάν οι φωτογραφίες"

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2007

S autes pou fevgoun...


Γέμισα με νοτιά τα μαλλιά σου και φυλάκισα τις γραμμές στα μαγουλά σου ...

εκείνες τις κρυστάλλινες ..

θαυμάσια ταξιδεύοντας πάνω τους, με μια βάρκα από φαντασία .
και με τον αέρα απ τα μαλλιά σου .....

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2007

"Ζούμε τον φασισμό της θηλυπρεπής ομορφιάς.
Και ενώ σαν άνδρας αυτή την ιδιότυπη λατρεία την θαυμάζω και σπεύδω να σταθώ ένθερμος οπαδός της, σαν σκεπτόμενος άνθρωπος την αποδοκιμάζω και νιώθω ο χειρότερος εχθρός της.
Και αν δεν βαριόμουνα να σας μιλήσω το δίχως άλλο θα γέμιζα ένα κατεβατό από αναθεματισμούς και βάσιμα επιχειρήματα ενάντια σ αυτή την αρρώστια που μας κατακλύζει.
Γιατί η ομορφιά πονάει αυτούς που δεν την έχουν και βαραίνει αυτούς που την έχουν, γιατί η επικράτηση της σαν κριτήριο κοινωνικής αναγνώρισης κάνει τον κόσμο μας φτωχότερο μα και τα άτομα που τελικά επωφελούνται πιο ανόητα.
Σε τελική ανάλυση η θηλυπρεπή ομορφιά γέμισε τον κόσμο με πουστράκια και πουτανάκια παραμερίζοντας και περιθωριοποιώντας τα άτομα που έχουν να που κάτι περισσότερο από την καλαισθησία των κρεάτινων γραμμών τους.
Και σε ακόμα πιο τελική εγώ έχω να γαμήσω μ αυτά και μ αυτά 9,5 χρόνια..."

Απόσπασμα από τον θεατρικό μονόλογο "Αγναντευοντας τα πρόβατα που κλαίνε"

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2007

ΧΑΛΙΑ

Χάλια - Φοίβος Δεληβορίας

Κοίταξε την πως σερβίρει πιο λευκή κι απ την ποδιά της

Πως κρατάει ψηλά τον δίσκο και την αξιοπρέπειά της

Ροδανθός μες στα ρεμάλια και θεά μες στους θνητούς

Η παγίδα για να γίνεις πάλι χαλιά

Που ήδη νιώθεις σαν τον Κάγκνεϊ

Μπροστά στην Ρίτα Χαιηγουωρθ

Μες στην τσίκνα μιας υπόγειας ζωής

Διερωτάσαι αν είναι μόνη

Αν φοβάται αν θυμώνει

Θα σου δώσει κάποιο σήμα

Μείνε κι άλλο και θα δεις

Σε ρωτάει θα πιείτε κάτι και το ακούς σαν να είναι ποίημα

Λες «δεν ξέρω, ότι να ναι, όπως να ναι» θα ναι κρίμα

Να στην πάρει κάποιος άλλος ενώ εσύ πρώτος αισθάνθηκες

Του βυθού της τα κοράλλια μα ίσως πάλι όλα αυτά

Να είναι κόλπο για να γίνεις πάλι χάλια

Μα κι αυτή έχει έναν τρόπο

Να σου αδειάζει το τασάκι σου

Γελώντας μ’ ένα αστείο Που ποτέ δε θα της πεις

Και θες να φύγεις μα είσαι λιώμα

Και στο σπίτι σου είν’ ακόμα

Αυτό το πέλαγος συντρίμμια

Της χαμένης σου ζωής

Ένα πέλαγος μπουκάλια

Και βιβλία και καπνός

Κι όλα όσα θες να γίνεις πάλι χάλια

Όμως κι αυτή θα ‘χει πονέσει

Κάποιος τύπος θαν’ στη μέση

Απ’ αυτούς στα γυμναστήρια

Στης Έβγας τα πρατήρια

Που θα την ήθελε πιο χάρτινη

Και πιο ξανθιά και πιο γυμνή

Και βέβαια ποτέ δεν θα της είπε “Σ’ αγαπώ”

Απλώς θα βρήκε κάποιαν άλλη

Από μιαν άλλη γειτονιά

Και θα την άφησαν στα μαύρα της τα χάλια

Απόψε φεύγει κάποιο τραίνο

Για έναν τόπο ωραίο και ξένο

Αλλά εσύ πρώτη φορά

Νιώθεις πως όλα εδώ συμβαίνουν

Χριστός γεννάται σ’ ένα μήνα

Κι ότι εύχεσαι ξεκίνα

Όλα θα ‘ναι πάντα μαύρα

Μα θα κρύβουν μια φωτιά

Κι αύριο εδώ θα είσαι πάλι

Μα επιτέλους θα της πεις

Ότι θες μόνο για κείνην Να ‘σαι χάλια

Χάλια


Το νιώθεις καθώς την κοιτάς και προσπαθείς να κρύψεις την ταραχή σου, είναι καταπληκτική η αθωότητα της και τα μάτια της που σε κοιτούν χωρίς να σε κοιτάνε και τα μαλλιά της, πυκνές καστανόξανθες μπούκλες που μπερδεύονται και δίνουν μια ξεχωριστή ευγένεια στο λεπτό της πρόσωπο, ευαίσθητη και εύθραυστη γεμίζει με απόγνωση τον απεγνωσμένο κόσμο σου, γιατί ξέρεις πως κάποιος αγγίζει αυτό που δεν θα αγγίξεις, του δίνει τον ήχο των αναστεναγμών της, τον ήχο που δεν θα ακούσεις ποτέ και την γεύση απ το δέρμα της και την ζεστασιά καθώς γελά για κάτι που δεν είπες Ευγενική και απομακρη σε πληγώνει γιατί για σένα είναι μόνο μια τρισδιάστατη φωτογραφία, ένα σύμπαν απομακρυσμένο και συ μόνο μια ψυχρή μικρή, λευκή σφαίρα.

Σ αποκλείει ακόμα και απ το να φανταστείς πως γελά γυμνή σε ένα κρεβάτι δίπλα σου, πως μπορείς να την κοιτάς να ντύνεται, να τρώει, να βγαίνει απ το μπάνιο με μαλλιά βρεγμένα.
Πως να σταθεί μια βάρκα από καλάμια μέσα στον ωκεανό;

Καθώς την κοιτάς τα μάτια σου δεν μαγνητίζουν το φως απ τα μάτια της, μόνο το διώχνουν, το αποκρούουν, όπως το αδιάφανο γυαλί και συ μετά ντρέπεσαι γιατί ξέρεις σταγόνα απ το φως της δεν σ ανήκει και σαν γελοίος καραγκιόζης, μάταια προσπαθείς να μαζέψεις το φεγγάρι απ το πηγάδι με απόχη.

Τα θλιμμένα μεσημέρια μπορεί και να φτάνει που απλά υπάρχει δίπλα σου σερβίροντας καφέδες και καθαρίζοντας τραπεζάκια, μα τα αδιάφορα μεσημέρια, εκείνα τα πνιγμένα στον ήλιο, η αδιαφορία της σε ματώνει, σε βάζει σε παιχνίδια δεδομένης ήττας, μισής τον εαυτό σου που προκαλείς την ανυπαρξία σου στα μάτια της, μισής τον εαυτό σου γιατί δεν υπάρχεις γι αυτήν ...

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2007

Όταν τα σύννεφα ξεσπάσουν με θύελλες και καταιγίδες,
εσύ κοίτα να σαι κοντά μου,
μια ανάσα βροχής να μου δώσεις
και δυο στάλες αέρα,
νότιο,
φτιαγμένο από ξωτικά και καλημέρες

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2007

ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ.

Μα Δεν μπορεί εδώ ήταν. Το είδα. Να τι παθαίνεις σαν πετάς τα λεφτά σου από δω κι από κει.
Τι χαζομάρα…Τόση φασαρία για ένα πενηντάρικο. Που είσαι καλό μου πενηντάρικο; καρέκλα στη μέση του Κοιτώ κάτω από το ντιβάνι, πίσω από το σπασμένο κομοδίνο και για ακόμα μια φορά στις τσέπες του καλοσιδερομένου παντελονιού μου.
Βρίζω δυνατά γιατί ούτε το πενηντάρικο και το παντελόνι τσαλακώνω. Βάζω τη δωματίου και κοιτώ με περίσκεψη γύρω. Χαμογελώ πικρόχολα. Τελικά το βρήκα το πενηντάρικο είναι κάτω από την νάιλον ντουλάπα. Το παίρνω και το ακουμπώ πάνω σε δυο τρία χαρτονομίσματα. Ντύνομαι γρήγορα μα προσεχτικά. Όλα κι όλα, πρέπει να είμαι στην τρίχα που λένε.
Τα μαλλιά μου που φουντώνουν και είναι ότι πιο όμορφο έχω πάνω μου τα προσέχω ιδιαίτερα. Πλένω τα δόντια μου και τρίβω το λαιμό μου με λίγη κολόνια. Όλα κι όλα, πρέπει να είμαι στην τρίχα που λένε. Σκουπίζω τα παπούτσια μου τα μαύρα και τα γυαλίζω με μπογιά. Τα εξετάζω προσεχτικά. Φορώ το σακάκι μου. Είναι λίγο παλιομοδίτικο μα ποιος δίνει σημασία σε λεπτομέρειες, αρκεί που είναι καθαρό και στιλάτο.
Κοιτώ το ρολόι μου. Τα ραντεβού δεν πρέπει να περιμένουν. Πηγαίνω στο καθρέφτη. Παίρνω πόζες. Εντάξει είμαι, καλός, όπως αρμόζει στην περίσταση.
Βάζω στην τσέπη τα χρήματα και βγαίνω έξω. Περπατώ γρήγορα για να μην αργήσω. Ψάχνω να βρω και μια δικαιολογία έξυπνη, που Δε θα τις αφήσει κανένα περιθώριο αντίδρασης. Την διαδρομή την ξέρω τόσο καλά που θα μπορούσα να την περπατήσω και με κλειστά μάτια.
Φτάνω έξω από το γνωστό ανθοπωλείο. Μπαίνω με φορά. Με υποδέχεται μια καλλίγραμμη ξανθιά πωλήτρια.
«Αργήσατε σήμερα» Μου λέει
«Ναι…δυστυχώς» Απαντώ αγχωμένα.
«Τα γνωστά;» Χαμογελώ.
«Κοιτάξτε να είναι καλό» Της λέω
«Πάντα Δε σας δίνω το καλύτερο;» Πλησιάζει μια γλάστρα με κόκκινα τριαντάφυλλα. Διαλέγει το πιο ωραίο και πηγαίνει πίσω από τον πάγκο για να το ετοιμάσει. Τα χέρια της δουλεύουν γρήγορα.
«Πολύ τυχερή η κοπέλα σας ε;»
«Δεν ξέρω. Γιατί ;»Η Πωλήτρια σηκώνει το κεφάλι της και με κοιτά.
«Μα πρέπει να την αγαπάτε πολύ για να της πηγαίνετε κάθε μέρα σχεδόν και ένα τριαντάφυλλο» Μια σκιά περνά από το ξαναμμένο πρόσωπο μου.
«Ναι την αγαπώ πολύ» Μουρμουρίζω.
Της δίνω τα χρήματα, παίρνω την ανθοδέσμη και βγαίνω έξω.
«Τα ρέστα σας…Είπα τίποτα κακό;» Αναρωτιέται.
Συνεχίζω τον δρόμο μου γρήγορα. Κοιτώ το ρολόι μου. Ω άργησα. Δεν το θέλω αυτό, δεν πρέπει. Πρέπει να είμαι συνεπής στο ραντεβού έχω και τρακ. Περπατώ ακόμα πιο γρήγορα. Αναπνέω βαθιά να ηρεμήσω Οι βαθιές αναπνοές είναι πάντα χρήσιμες σ’ αυτές τις περιπτώσεις
Επιτέλους μετά από ώρα φτάνω έξω από το πάρκο, εκείνο που συμφωνήσαμε να συναντηθούμε .
Σταματώ. Η καρδιά μου χτυπά δυνατά. Αναρωτιέμαι πως θα την δω και τι θα της εξηγήσω. Σιάζομαι και με βήμα αργό και επίσημο χώνομαι μέσα στα δέντρα. Ξέρω καλά που πάω. Το κάθε δέντρο, η κάθε πέτρα, το κάθε παγκάκι μου είναι γνωστά. Με καλωσορίζουν μα και με μαλώνουν που άργησα, που την άφησα να περιμένει
Σταματώ μπροστά σε ένα άδειο παγκάκι. Αφήνω το τριαντάφυλλο πάνω του. Ακούω την σιωπή. Το παιχνίδι κάπου εδώ τελειώνει.
Τελειώνει και το υποτιθέμενο ραντεβού μου, με την υποτιθέμενη κοπέλα μου. Κάθομαι στο παγκάκι χαμογελώντας πικρά. Στο κάτω, κάτω όλοι λίγο πολύ μ’ αυταπάτες την βγάζουμε...

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2007

O Αλος...


Έκανε κρύο το χθεσινό βράδυ.

Ήταν μια ανεξήγητη παγωνιά στην καρδιά του χειμώνα.

Περιπλανιόμουνα με τις ώρες χωρίς να χω κάποιο λόγο, πάντα υπάρχει λόγος να περιπλανηθεί κανείς χωρίς λόγο.

Μόνη αιτία, μια ακατανίκητη έλξη για την απόμακρη ανθρώπινη ζεστασιά, έτσι αόριστα.

Προσπερνώντας τους ανθρώπους ένιωθα αόρατος, καμιά ματιά, κανένα σημάδι της ύπαρξης μου στο βλέμμα των περαστικών, άυλος για αυτούς, χωρίς εικόνα και αν δεν άφησα κάποιον να περάσει από μέσα μου ήταν για να μην τρομάξει σαν ένιωθε το κενό που διαπέρασε.

Αυτοφιλακισμένος σε αυτή την πρωτότυπη διάσταση προσπαθούσα να βρω, μάταια βέβαια, την ζεστασιά στις εικόνες των γύρω μου, η μελαχρινή κοπέλα που άφησε τα αρωματισμένα χνάρια της να κολλήσουν στο δέρμα της μνήμης μου, το ζευγαράκι εκείνο στα παγκάκια της πλατείας που φιλιόταν παράφορα, παραδομένο στην δικιά του αυτοφυλακή, που ήταν όμως τόσο πιο χρωματιστή και επιλεκτική απ την δικιά μου, ένας σκύλος ξαπλωμένος πάνω στο πατάκι ενός μαγαζιού, αδιάφορος για την αδιαφορία του κόσμου γύρω του, μια γιαγιά, παρασυρμένη απ τον χρόνο που έσερνε το μπαστούνι της αργά και μεθοδικά, με πείσμα και θράσος απέναντι στην κρύα νύχτα.

Δεν ξέρω τι με τράβηξε ξαφνικά απ τον γιακά σε κείνο το μαγαζί, ήταν λουσμένο σε χαμηλό κίτρινο φως, γεμάτο υποσχέσεις για ανθρώπινη ζεστασιά και βλέμματα που φανερώνουν την ύπαρξη των γύρω, είχε κοπέλες καθισμένες αρτιμέλητα σημάδι μια οικειότητας σχεδόν προκλητικής με τον χώρο και καθώς άνοιξε η πόρτα μπροστά μου ξεχύθηκαν από μέσα μυρωδιές ποτού και τσιγάρου και ερωτοτρόπησαν με την μοναξιά μου χωρίς να μπουν καν στον κόπο να με ρωτήσουν αν με πλήγωνε αυτή η αναίδεια τους.

Παραδομένος χώθηκα μέσα και διψασμένος κάθισα στην πρώτη ψάθινη καρέκλα που βρήκα μπρος μου….

Προσπάθησα να εξοικειωθώ με το περιβάλλον, ήταν μισοσκότεινα, χωρίς καμιά ιδιαίτερη διακόσμηση στο στυλ των παλιών καφενείων, με σιδερένια μαύρα τραπεζάκια και χαλασμένες από καιρό ψάθινες καρέκλες, έβγαλα το σακάκι μου κοίταξα γύρω μου, ήμουν νευρικός, κανείς δεν με κοιτούσε και πάλι.

Η σερβιτόρα ήταν όμορφη, συγκινητικά όμορφη θα έλεγα, τα ίσια κατάμαυρα μαλλιά της κατηφόριζαν νωχελικά ως το ύψος της πλάτης , μικροκαμωμένη με καμπύλες μια ιδέα πιο έντονες από αυτές που θα πρέπει, φορούσε μαύρο κολάν και μπότες, το σώμα της διαγράφονταν ανάγλυφο και λίγο πρόστυχο.

Μου κάνε εντύπωση η αντίθεση του με το ευγενικό σχεδόν δειλό πρόσωπο της.

Της έκανα νόημα να έρθει για παραγγελία και ενώ με κοίταζε λες και δεν υπάρχω, με αγνόησε, σήκωσα το χέρι ψηλά πάλι έκανε πως δεν με βλέπει κ ας είχε τα μάτια της καρφωμένα πάνω μου.

Είχε όμορφα μάτια μεγάλα και μαύρα, η μουσική και τα μάτια της για μια στιγμή κλώτσησαν την μοναξιά μου, όμως με πόνεσε αυτό.

Σκέφτηκα κάτι πολύ απλό, αν είναι ικανά τα μάτια μιας κοπέλας και μόνο να διώχνουν την μοναξιά μου τότε και κοίταξα γύρω μου όλο αυτό τον κόσμο, αγόρια και κορίτσια να γελούν να φλερτάρουν και να παίζουν με τον έρωτα, τότε στην θέση τους θα ράγιζα, κάπως έτσι όπως ραγίζει το γυαλί στην μεγάλη θερμοκρασία.

Ξαφνικά ένιωσα τόσο κρύος και τόσο ξένος από όλους αυτούς, ακόμα και από την σερβιτόρα με τα όμορφα μαύρα μάτια..

Σηκώθηκα να φύγω αφού δεν άνηκα σ αυτό τον κόσμο, ήταν απλησίαστος όμορφος και ξένος.

Στην πόρτα άκουσα κάποιον να λέει. «περίεργο, στο τραπεζάκι αυτό λες και καθόταν κάποιος.» Και τότε θυμήθηκα είχα πεθάνει από ώρα….

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2007

Είναι οι βροχερές εκείνες μέρες που ο ουρανός χαμηλώνει τα φώτα του, που ο ήχος της βροχής παίζει μπαλάντες, που η ψύχρα σε σκεπάζει με ζεστή κουβέρτα.
Εκείνες οι μέρες σ αγγίζουν περίεργα και δεν ξέρεις ακριβώς τι πρέπει να νιώσεις, κοιτάς σαστισμένος την γλυκόπικρη, σαν κανέλα, μελαγχολία που σε μουσκεύει ως στο βάθος της ψυχής σου, θέλεις να κάνεις έρωτα, να ψιθυρίσεις αναμνήσεις καθισμένος με μια κούπα ζεστό καφέ στο χέρι, να περπατήσει νωχελικά κάτω από το νερό χωρίς να σε νοιάζει αν θα φύγει το ζελέ απ τα μαλλιά σου, να δεις την καθημερινότητα να ξετυλίγεται μπροστά σου λες και είσαι σινεμά και παρακολουθείς μια από εκείνες τις νερόβραστες αμερικάνικες ταινίες του 50.
" Πάλι αφηρημένος" ..." Καλά ακόμα δεν έκανες το γραμμα που σου έδωσα; που είναι το μυαλό σου;"
Το γραφείο, ο υπολογιστής, ο μαλάκας, το χάος με τον κόσμο που πάει και έρχεται, γκρίζες εικόνες στον έγχρωμο κόσμο μου...... Ενα νυσί απο έρημο στην καρδιά μιας βροχερής μέρας.

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2007

Όσο παρατηρώ τον κόσμο, τόσο πιο έξω από αυτόν νιώθω και όσο σπρώχνω να μπω τόσο πιο πολύ μια απροσδιόριστη δύναμη με πετά μακριά.
Μεγάλο πρόβλημα το κενό που γεμίζει τον χώρο, όταν καθισμένος δίπλα σε μια κοπέλα δεν έχεις τι να πεις, όταν και μόνο ένα ακάλυπτο μέρος από την φούστα της μπορεί να σε λυγίσει, να σε υποσχεθεί καλοκαίρια, ζέστη, ηδονή εικόνες χρώματα και ήχους, μα να ανακαλύπτεις πως εσύ ποτέ δεν θα τα έχεις γιατί καμιά δύναμη δεν θα νικήσει την φυσική σου δειλία ή ανυπαρξία για να τα πάρεις.
Η διαφορετικότητα ή η αίσθηση της ακόμα και αν είναι απατηλή σε φρενάρει σε μια εποχή γεμάτη ίδια Τα πάντα ίδια και διαφορετικά από σένα έτσι απλά, απροσάρμοστο στην εποχή της προσαρμογής...

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2007

Στο λεωφορείο χθες γυρνώντας από Θεσσαλονίκη γινόταν το έλα να δεις, μια ανοιξιάτικη έφοδο στην αρχή του χειμώνα. Και ενώ έξω η συννεφιά και το ψιλοβρόχι φλέρταραν με την εποχή, μέσα στα σβηστά τα φώτα και στις σκιές των καθισμάτων χίλιες οι λάμψεις της Άνοιξης, γεμάτες όμορφες κοπέλες, με το άρωμα εκείνο που μόνο κάποιος απόλυτα μόνος μπορεί να ξεχωρίσει, με την γυμνή σάρκα και τα γεμάτα στήθη, τα κρυφά γελάκια και τα γλυκά χαμόγελα.
Έτρεμα μην τυχόν και η διπλανή μου με ανακαλύψει. Ήταν γοητευτική κοπέλα, μελαχρινή με λεπτά χαρακτηριστικά και όμορφα πόδια.
Αν και ήθελα να της πιάσω κουβέντα δεν το έκανα, δεν έβρισκα τίποτα να πω, ήταν μια μάχη με τον εαυτό μου που απ την αρχή είχε ένα μόνο νικητή, την ανυπαρξία μου.
Προσπάθησα να απλωθώ μήπως και κατα λάθος την αγγίξω Μαζεύτηκε απότομα έτσι ένιωσα βλάκας και χώθηκα βαθιά στο κάθισμά μου με ότι μου είχε πια απομείνει..την φαντασία...
Μερικές φορές νιώθω τραγικά ηλίθιος

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2007

Aλάβαστρο Μεσημέρι

Καθισμένος σε ένα τραπεζάκι το μεσημέρι εκείνο, χωρίς να κοιτά γύρω του μα βυθισμένος στον εαυτό του, απολάμβανε την σιωπή των ήχων και την αχρωμία των εικόνων , που ξεχνούσαν στο πέρασμα του να τον καλημερίσουν.

Αγέννητος ακόμα στην ιδέα της φθήνιας του καφέ του και της πίκρας του τσιγάρου, που καρτερούσε στωικά αυτή τη γέννα.
Ήταν μια δικαιολογία για να μην διστάζει να μεταμορφώνεται σε νωχελική μύγα, καλοαναθρεμμένη, βουτηγμένη σε ημηλυθαργο, μέσα στο άπλετο φως της σκιάς των ηλιαχτίδων.
Δεν νοιαζόταν για πολλά πια, κουβαλούσε ένα μυστικό σκονισμένο και αραχνιασμένο από την πολυκαιρία, το μυστικό ήταν πως δεν νοιαζόταν για τίποτα.

Του ζητούσαν τσιγάρο μουσάτοι περίεργοι τύποι και αυτός τους έδινε χωρίς να βγάζει λέξη.
Φοβόταν. Δεν φοβόταν. Μόνο τις εικόνες μπορούσε να απολαύσει, ήταν οι μόνες που δεν είχαν δικαίωμα να του τις πάρουν.

Μια μέρα θα φεύγε, θα καβαλούσε τα φτερά ενός τεράστιου γαιοσκώληκα και θα πετούσε προς την χώρα του εφικτού γιατί είχε βαρεθεί να ζει με το ανέφικτο. Η μέρα αυτή αργούσε, μπορεί και να μην ερχόταν ποτέ, μπορεί μερικούς αιώνες ακόμα βουλιαγμένος σε κάποια ψάθινη καρέκλα κάποιου Αλάβαστρου, μπαρ που έφερε μεγάλη εκτίμηση σε φρικιά και σκεπτόμενους ηλίθιους , μα που από καιρό έχασε την αίγλη του μεταμφιεσμένο σε ένα ακόμα μπαρ για αδιάφορους.
Θα μπορούσε να στέκεται έτσι βουλιαγμένος εκεί μέσα περίπου μιάμιση αιωνιότητα χωρίς να ανακαλύψει κανείς πως υπάρχει και ύστερα να του ζητήσει κάποιος μια καρέκλα και να του την πάρει χωρίς να περιμένει απάντηση.

Αν τον περνούσαν για βλάκα ή στόκο θα ήταν τυχερός. Μα μόνο τα μάτια του τους ενοχλούσαν και έτσι γινόταν διάφανος, διάφανος με μάτια, είχε πλάκα ο τύπος
Αν ήθελες να μάθεις από πού είναι από πού έρχεται και που παει δεν θα το μάθαινες, κανείς ποτέ δεν το μάθε, μάλλον γιατί κανείς ποτέ δεν τον ρώτησε.

Κι όμως ήθελε να τα αλλάξει όλα αυτά, ήθελε κάποιος να γνοιαστεί. Μια μέρα μάζεψε όλο το θάρρος του. Κι αν δεν ένοιαζε κανέναν θα του ανάγκαζε να νοιαστούν τεντώθηκε , τα μηνίγκια του γέμισαν αίμα και τα μάτια του αποφασιστικότητα. Το τέλειο χτύπημα, η ιστορική στιγμή που θα τους ανάγκαζε να νοιαστούν.



Ήταν έτοιμος και το κάνε, έδωσε με ηρωισμό την μάχη. Πήρε φόρα, ανάσανε βαθιά και έβηξε. Είχε αγωνία και τρακ, μα το κάνε και περίμενε. Περίμενε δυο εβδομάδες, μα δεν έγινε τίποτα.

Κανείς δεν έδειξε να νοιάζεται και αργότερα σαν πέρασε ο καιρός να θυμάται πως κάποιος έβηξε.

Περίμενε άλλες τρις μέρες πριν το πάρει για τα καλά απόφαση. Και όταν σιγουρεύτηκε μεταμορφώθηκε σε χελώνα. Ήταν αργή και λίγο κουραστική η μεταμόρφωση μα δεν τον ένοιαζε και χρόνο είχε και κούραση.

Ερωτευόταν σερβιτόρες με κοντές φουστιτσες, γυμνά πόδια και ύφος, τις κρυφόκοιτούσε μέσα από την ασφάλεια που του δίνε το καβούκι του.

Όταν το ανακάλυπταν και ερχόταν για παραγγελία έβγαζε αργά το κεφάλι του και χαμογελούσε χωρίς καμία σημασία και αν καμιά φορά τον κοιτούσαν στα μάτια έσκυβε χαμηλά και με τρόπο μαγικό γυρνούσε ανάποδα κινδυνεύοντας να πεθάνει στην προσπάθεια του να δει και πάλι τον κόσμο ίσια .

Κάτω απ τις κεράτινες, ψυχρές φολίδες του, η σάρκα του ήταν ζεστή και μαλακή, μπορούσε ακόμα να κρατά την ανθρωπιά της. Μέχρι που ήρθε η καταστροφή. Η σάρκα επαναστάτησε και πέταξε το καύκαλο.

Γυμνός καθόταν πια στις ψάθινες καρέκλες και ένιωθε τον πόνο κάθε φορά που ο αέρας τον άγγιζε.

Μιάμιση αιωνιότητα μετά δεν ήταν ποια χελώνα, δεν είχε καβούκι πια. Ίσως γι αυτό αποφάσισε να φορέσει παλτό . Φορούσε παλτό χειμώνα καλοκαίρι με βροχή και ήλιο, κανείς δεν του απαγόρευε να φοράει παλτό, για όλους ήταν απλά τρελός , μα αν ρωτούσες τον ίδιο μια από κείνες τις μέρες του αυγουστιάτικου καύσωνα θα σου λέγε απλά «ε τι να κάνω μ αυτό το κρύο» και θα βάζε τα κλάματα

Μια μέρα όλα τελείωσαν. Αυτός δεν ξαναφάνηκε, κανείς δεν ρώτησε γιατί, κανείς δεν έμαθε ποτέ γιατί . Κι όμως αν κοιτούσες λίγο πιο προσεχτικά, θα τον έβλεπες να τριγυρνά ανάμεσα στους όρθιους θαμώνες.

Απλά είχε βγάλει το παλτό του...

Μετα την μπόρα


Κοιτάω ανήμπορος και άδειος απρόσμενα νεκρός σε μια γωνιά του νοσοκομείου...
Έγινε μετάσταση λέει, και γω θα πρέπει να το παίξω τρελίτσα, "Μάνα μια χαρά είσαι όλα καλά πήγαν"
"Αν παν καλά οι χημειοθεραπείες θα ζήσει ως και 5 χρόνια" έτσι είπε και γω δάγκωνα τα χείλη μου μέχρι να ματώσουν γιατί δεν έπρεπε να μάθεις όχι τώρα, όχι στον πιο σκληρό αγώνα σου.
Θυμάσαι
μάνα; Η πρώτη φορά που σε είδα στην εντατική, τυλιγμένη σε πράσινα σεντόνια, χαρούμενη ανεξήγητα, "πως πήγε;" "Όλα καλά μάνα" απάντησα και πληγώθηκα βαριά θανάσιμα στην φτέρνα της καρδιάς μου.
Δεν είναι που που είσαι 65 μάνα και έχεις ακόμη να ζήσεις, δεν είναι που μια ζωή παλεύεις την ζωή, είναι που είσαι η μάνα μου και γω ακόμα παιδί στα 36 μου χρόνια πιτσιρικάς αδύναμος και φοβισμένος, μα μπροστά σου τρελός και επιπόλαιος έτοιμος να πω κάποια βλακεία να γελάσεις να με κοιτάξεις τρυφερά "Τι θα κάνω εγώ με σένα;" να πεις και γω να γυρνάω το βλέμμα γρήγορα να μην δεις τον πόνο, να μην νιώσεις την αγωνία, να μην αντικρίσεις την σκιά στα μάτια μου, είναι που φτύνει ο Θεός αυτούς που δεν πρέπει.
Μάνα μείνε μην φεύγεις ...

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2007

Πεμπτη απόγευμα (Η Μαρία έφυγε...)


Η απέναντι φοιτήτρια έφυγε....
Η διαπίστωση είναι οδυνηρή, σήμερα ένας πιτσιρικάς με την μάνα του ξεσήκωσαν το σπίτι της και το καθαρίζουν.
Έφυγε χωρίς ποτέ να μάθει ότι μπήκα στα πιο κρυφά μέρη του σπιτιού της, ότι παρακολουθούσα τις πιο προσωπικές της ώρες, ήξερα την στιγμή που τρώει, που κάνει μπάνιο, που ντύνεται, που γδύνεται, που κάνει έρωτα.
Με αναίδεια και χωρίς ντροπή μπορούσα και θαύμαζα την ομορφιά της, ήταν όμορφη..
Ποτέ δεν έμαθε για μένα, ποτέ στην πραγματικότητα δεν ένιωσε τα πρόστυχα μάτια μου πάνω της κι όμως ήμουν εκεί... Πολλές φορές ανταμωθήκαμε στον δρόμο, την είχα ονομάσει αυθαίρετα Μαρία γιατί ήταν μελαχρινή με λεπτά χαρακτηριστικά, μικροκαμωμένη μα όμορφη, της ταίριαζε αυτό το όνομα.
Χρόνια τώρα για ώρες στηνόμουν απέναντι της και περίμενα το φως, δεν κατέβαζε το παντζούρι της εκτός απο τις Κυριακές, τις Κυριακές που μισούσα.
Οταν γυρνούσα απο τα ξενύχτια και απο τις ατελείωτες ώρες της σιωπής στο μπαρ, παρέα με τις κακοφωτισμένες εικόνες και πνιγμένος μέσα στην μοναξιά μου, κοιτούσα το φως της, να βεβαιωθώ πως τουλάχιστον αυτή ήταν εκεί.
Πολλές φορές ήταν, άλλες όχι, άλλες πάλι είχε αναμμένο το μικρό κόκκινο .Ηξερα πως όταν ήταν αναμένο έκανε έρωτα και γω πονούσα, χωρίς να ξέρω το γιατί, απλά βούλιαζα στον πόνο και δάγκωνα το χέρι μου μέχρι να ματώσει.
Την Μαρία δεν θα την ξαναδώ και τελικά την φωνή της δεν θα την ακούσω ποτέ, ποτέ δεν θα μάθει για μένα. Δεν υπήρξα, δεν ήμουν καν ενοχλητική μύγα γι αυτήν
Δεν τόλμησα να την μιλήσω, δεν τόλμησα καν να νιώσω , σαν την έβλεπα να φοράει τα τόσο ερωτικά εσώρουχά της. Ζήλευα αυτόν που μπορούσε να τα κοιτά και όχι να κλέβει την εικόνα τους.
Είμαι κλέφτης χωρίς αυτό που σου έκλεψα Μαρία να είναι ποτέ δικό μου.
Συνχώραμε που δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο Καλή τύχη, ήσουν υπέροχη ήμουν απλά ένα χαμηλό φως στο απέναντι διαμέρισμα......

Ξεφτύλες


           Τα κύματα της τρέλας  πικρή νότα στο στήθος
Αγαθό τριαντάφυλλο για πού τραβάς ;
Ζήτω η ζωή
Οι φωνές
Στον ίλιγγο της μουσικής
Παρθένα νιότη εκπόρνευσες τις λέξεις μου
Γκρεμίστε, γκρεμίστε, γκρεμίστε
Ραγισμένοι είσαστε, ξεράσματα της ηθικής αγελάδας,
Του ψόφιου αμνού,
Και της σιωπής του
Μίσος , ντροπή, μίσος, ντροπή, φόβος
Μη παρατραβάς ρε το σχοινί σου λένε
Τις περάσαμε τις θύρες.
Ξεφτίλα.
Άκουσα τους αυλούς του φθόνου
Βιάστε, βιάστε, βιάστε
Πουλημένοι
Πηδάμε την ψυχή μας
Την κάναμε πουτάνα
Με πουλάω για μερικά εκατοστάρικα σε μένα
Δεν μ' αγοράζω
Όχι για μερικά εκατοστάρικα ρε ξεφτίλα.

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2007

ΜΥΣΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ (Πεμπτη 4-10)

Σάββατο βράδυ Περπατώ στους δρόμους ολομόναχος . Ψιλοβρέχει και έχει ομίχλη. Παρόλα αυτά η κίνηση είναι μεγάλη. Να, τώρα φτάνω στην παραλία με τα αμέτρητα μπαράκια της. Εδώ ο κόσμος είναι ακόμη περισσότερος . Δηλαδή, τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα για μένα. Έτσι μου ‘ρχεται να μπήξω τις φωνές. Τόσος κόσμος και 'γω έχω να μιλήσω σε άνθρωπο δυο εβδομάδες τώρα. Ναι, μάλιστα, δυο ολόκληρες εβδομάδες. Όχι τίποτα άλλο θα ξεχάσω και πως μιλάνε στο τέλος .

Αφού για να καταλάβετε την απελπισία μου, κάθε τόσο πηγαίνω στα περίπτερα και στα μαγαζιά και ψωνίζω, έτσι χωρίς να χρειάζομαι τίποτα, μόνο και μόνο για να λέω «Καλημέρα. Σας παρακαλώ μου δείχνετε εκείνο το προϊόν. Ω μα είναι πολύ ακριβό δεν βρίσκετε;» Αλλά ακόμα και δω τα πράγματα είναι σκούρα γιατί βλέπετε τώρα πια αυτοί που πουλούν δεν τους νοιάζει και πολύ αν πουλήσουν. Σου λεν «Αυτό είναι. Θες;, πάρτω, δεν θες; Μην το παίρνεις. Συζήτηση θα ανοίξουμε τώρα;»

Η κατάσταση μου λοιπόν είναι τραγική. Αν δεν μιλήσω και σήμερα με κάποιον θα σκάσω. Δεν γίνεται διαφορετικά. Να κάποιος εκεί στο πεζοδρόμιο. Από το ντύσιμο του φαίνεται σωστός τύπος. Θα πάω να του μιλήσω. Ντρέπομαι. Πρέπει να πάω, πρέπει να μιλήσω σε κάποιον. Στην ανάγκη θα του πω την αλήθεια. Αν και διστάζω η αβάσταχτη μοναξιά μου με σπρώχνει, διώχνει όλες τις αναστολές. Τον πλησιάζω. Η καρδιά μου χτυπά γρήγορα. Φορώ το πιο ζεστό χαμόγελο που έχω. «Γεια σου φίλε, πως παν τα κέφια;» Με κοιτά απότομα. «Με δουλεύεις ρε μαλάκα; Άντε γαμήσου» Τρομάζω Το βάζω στα πόδια προτού με δείρει.

Μπαίνω στο πρώτο μπαράκι που βλέπω με το ηθικό πεσμένο ανεπανόρθωτα. Εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δεν υπάρχει βροχή, η ομίχλη έγινε κάπνα, το βούισμα του δρόμου, χαμηλόφωνη μουσική και η ψύχρα του έξω το ζεστό θαμπό φως του μέσα. Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου να ξαναπροσπαθήσει. Στην αρχή μου αντιστέκεται πεισματικά, ύστερα βουλιάζει στην μοναξιά του και μαζί της ξανά στην δυστυχία του.

Εφαρμόζω την τελευταία εφεύρεση ενάντια στην σιωπή μου «Εδώ είναι διαφορετικά» Λέω του εαυτού μου «Βλέπεις πόση ζεστασιά υπάρχει. Στοιχηματίζω πως κί αλοι πολλοί εδώ μέσα αισθάνονται όπως ακριβώς εσύ» «Αποκλείεται» Μου λέει «Είμαι σίγουρος» του λέω «Και αν θες βάζουμε στοίχημα» Ο μπάρμαν με κοιτά όπως κοιτά κάποιος έναν επικίνδυνο τρελό. Σκύβω στο παλτό μου και πίνω μια μπύρα που δεν θυμάμαι πότε την παρήγγειλα και αν την παρήγγειλα «λοιπόν τι λες βάζουμε στοίχημα; Του ψιθυρίζω σε έντονο ύφος. «Το ξέρεις πολύ καλά πως δεν κωλώνω πουθενά εγώ» Ωχ πάλι ύψωσα την φωνή μου…»Τότε « Ψιθυρίζω «Βάλε στοίχημα και θα το χάσεις»

Σηκώνω το κεφάλι και ψάχνω γύρω μου. Τα μάτια μου σταματούν κάπου, χαμογελώ. Ξανασκύβω και του λέω σιγά «Να πάμε εκεί στο βάθος. Αριστερά, σε ‘κείνη την ξανθιά που κάθεται μόνη. Την βλέπεις;» Σηκώνω το κεφάλι. «Την βλέπω» Μου λέει «Περιμένει κάποιον» Τσατίζομαι «Όχι δεν περιμένει κανέναν» Του απαντώ «Πάμε και θα δεις». Σηκώνομαι και πλησιάζω την κοπέλα δισταχτικά. Ο λαιμός μου έχει ξεραθεί «…Γεια σου..» Προσπαθώ να μιλήσω, μα η φωνή μου πνίγεται σε ένα μούγκρισμα. Με κοιτά με απορία. Καταπίνω δύσκολα. «Περιμένεις κανέναν;» «Ναι» Μου λέει και μου γυρνά την πλάτη. Την κοιτώ που ταλαντεύεται στις νότες της μουσικής. Επιστρατεύω όλο το θάρρος μου και κρατώ σε ετοιμότητα και το θράσος μου. Θα χρησιμοποιήσω ακόμη και αυτό αν χρειαστεί, αρκεί απόψε να μιλήσω με κάποιον. «Θέλω να σου πω κάτι» Της λέω αποφασιστικά Δεν μου δίνει σημασία «Δεν θέλω τίποτα από εσένα . Μόνο που έχω καιρό να μιλήσω σε άνθρωπο και θέλω να κουβεντιάσουμε λίγο» Με αγνοεί και πάλι. Αρχίζω να εκνευρίζομαι. «Δεν ακούς τι σου λέω; Τόσο δύσκολο είναι να καταλάβεις λοιπόν;» Η κοπέλα τρομάζει, οι θαμώνες με κοιτούν. Ο μπάρμαν πηδά απ’ τον πάγκο και με αρπάζει απ’ τον γιακά «Άσε με θέλω να μιλήσω. Δεν θέλω τίποτα άλλο ,θέλω να μιλήσω με κάποιον» Ουρλιάζω, χτυπιέμαι, προσπαθώ να του ξεφύγω. Βρίζω, διαμαρτύρομαι. Με πετά έξω. Οι περαστικοί σταματούν και με χαζεύουν. Σιάζομαι και τους κοιτώ όπως κοιτά ο ζητιάνος αυτούς που παρακαλά για ελεημοσύνη. «Δεν έκανα τίποτα, μόνο να, θέλω να μιλήσω με κάποιον. Έχω δυο ολόκληρες εβδομάδες να μιλήσω»

Άλλοι γελούν, άλλοι διαπιστώνουν την τάχα τρέλα μου, άλλοι κουνούν το κεφάλι με κατανόηση. Όλοι φεύγουν και μ’ αφήνουν μόνο. «Μην φεύγετε» Τους παρακαλώ «Δεν είμαι τρελός. Μόνο θέλω να μιλήσω με κάποιον. Έχω δυο εβδομάδες να μιλήσω…Είμαι μόνος…Μην φεύγετε…» Η φωνή μου σβήνει Έφυγαν. Είμαι μόνος. Ολομόναχος. Σάββατο βράδυ… Χώνω τα χέρια στις τσέπες, χάνομαι μες στο παλτό μου. Κάνω να φύγω. Σταματώ.

Μπροστά μου στέκεται μια κοπέλα. Με κοιτά στα μάτια και θαρρείς και είναι συγκινημένη. Την πλησιάζω σέρνοντας τα πόδια μου «Θες να μιλήσουμε;» Μου γνέφει καταφατικά. Δεν ξέρω γιατί μα αν και ονειρευόμουν αυτή την στιγμή τόσο καιρό τώρα δεν μου κάνει κέφι καν να χαμογελάσω. Μόνο νιώθω στο στήθος μου να βράζει μια δύναμη, να θέλει να βγει έξω «Θες να πάμε μια βόλτα;»

Περπατάμε αργά μες στην ομίχλη. Μένουμε σιωπηλοί για πολύ ώρα. Για μια στιγμή θέλω να φύγω, να μην μιλήσω. Έχω δυο εβδομάδες να μιλήσω σε άνθρωπο. Ξαναβρίσκω το θάρρος μου όμως γρήγορα. «Με νομίζουν όλοι για τρελό» Της λέω σιγά «Μα δεν είμαι καθόλου. Απόδειξη πως στην δουλεία μου τα πάω μια χαρά. Είμαι λογιστής. Καταλαβαίνεις τώρα, όλη μέρα πάνω από γραμμένα κατάστιχα. Γράψε, σβήσε, γράψε, σβήσε …Στο σπίτι είμαι μόνος. Εκεί να δεις βουβαμάρα» Κουνώ το κεφάλι μου «Εσύ βέβαια τώρα μπορεί να λες πως είμαι παραπονιάρης, ακοινώνητος και μονόχνοτος» Την κοιτώ. Δεν μιλά, μόνο ακούει…»Όμως δεν είμαι τίποτα από αυτά. Μ’ αρέσει να συναναστρέφομαι μ’ ανθρώπους. Είμαι ευχάριστος, κοινωνικώς. Αλήθεια…Μα τι τα θες, όταν λες καλημέρα σε κάποιον και εκείνος σε περνά για χαζό ή συμφεροντολόγο, τι τα θες;» Σωπαίνω. Ύστερα χειρονομώ νευρικά. «Αμ το άλλο; Αν τύχει και γνωρίσω κάποιον άνθρωπο γρήγορα μ’ αποφεύγει και αυτός. Γιατί έτσι που νιώθω τόσο μόνος, αγχώνομαι μη μου φύγει και γίνομαι κουραστικός και βαρετός….Και ‘συ θα βρεθείς, να το δεις…»

Της ρίχνω μια λοξή ματιά. Είναι όμορφη. Ψηλή, ξανθιά με όμορφα, πράσινα μάτια και ύφος αρχοντικό. «Βέβαια τι στα λέω όλα αυτά; Εσύ θα ‘χεις παρέες έτσι όμορφη που είσαι ε;» Παίζω με τα δάχτυλα των χεριών μου. «Βέβαια θα ‘χεις» Προσπαθώ να ελέγξω τον τόνο της φωνής μου μα δε νομίζω πως τα καταφέρνω… «Σίγουρα κάθε φορά που βγαίνεις έξω, θα μαζεύονται ένα σωρό άνδρες γύρω σου να σ’ ακούσουν που μιλάς ε;» Φαίνεται ταραγμένη. Τώρα πια η φωνή μου είναι φανερά εχθρική, το ίδιο και το βλέμμα μου. «Ότι κι αν τους πεις, θα σ’ ακούσουν, ακόμα και βλακεία, ακόμα κι αν τους βρίσεις. Αυτοί θα σ’ ακούσουν και θα σε γεμίσουν γλυκόλογα έτσι δεν είναι;».

Δεν απαντά έγινε κατακόκκινη, τρέμει απ’ τον θυμό της. Όμως τρέμω και 'γω απ’ τον θυμό μου. Τόση ώρα δεν μου είπε μια κουβέντα , θαρρείς και παίζω εκείνο το παιχνίδι με τον εαυτό μου. Είναι ψηλομύτα, σίγουρα.

Ξαφνικά το μυαλό μου φωτίζεται με την αποκάλυψη της αλήθειας. Με πλησιάζει για να μ’ ακούσει και ύστερα να τα πει στην παρέα της και να γελούν. Σφίγγω τις γροθιές μου. Σχεδόν θολώνει ο νους μου απ’ το θυμό. «Ε λοιπόν να σου πω κάτι;» Φωνάζω. Σταματά σαστισμένη. «Σε κατάλαβα. Είσαι μια υποκρίτρια , χειρότερη απ’ όλους τους άλλους. Ήρθες μαζί μου να μιλήσουμε και τόση ώρα δεν βγήκε απ’ το στόμα σου ούτε λέξη. Βάζω στοίχημα πως μετά θα πας στους φίλους σου, θα πεις αυτά που σου είπα και θα γελάς μαζί μου. Σαν δεν ντρέπεσαι…» Κουνά το κεφάλι της αρνητικά. Ακόμα και τώρα, που την ξεσκέπασα αρνείται την αλήθεια . Αυτό είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να μου συμβεί. Τόση γαϊδουριά από μέρος της. «Έτσι ε;» Ουρλιάζω και την τραβώ απ’ το μπράτσο με δύναμη «Με κοροϊδεύεις» Τώρα κλαίει η πουτάνα, τώρα που την κατάλαβα κλαίει για να την λυπηθώ. Φοβάται…Θα την κανονίσω εγώ «Είσαι υποκρίτρια. Είσαι χειρότερη απ’ όλους» Κλαίει και κουνά το κεφάλι αρνητικά . Παλεύει να μου ξεφύγει, η τσάντα πέφτει απ’ τον ώμο της χάμω, μα δεν της αφήνω το χέρι. Τόσο θράσος καταντάει αηδία . Την ταρακουνώ «Γιατί δεν μιλάς; Γιατί δεν λες μια λέξη; Εμπρός…»

Κλαίει με λυγμούς, παλεύει, μου ξεφεύγει. Τρέχει και αρπάζει την τσάντα όμως δεν φεύγει. Την ανοίγει βγάζει από μέσα ένα μπλοκάκι και ένα στυλό. Τρέμει ολόκληρη. Στέκομαι και την κοιτώ απορημένος. Τα έχω χάσει τέλειος πια. Γράφει κάτι, με πλησιάζει φοβισμένα και μου το δίνει. Κοιτώ πρώτα τα υγρά, απ΄τα δάκρυα, παραπονεμένα μάτια της , ύστερα σκύβω στο χαρτί και διαβάζω ``Είμαι μουγκή’’

Γιαννης Ριτσος Ὄνειρο καλοκαιρινοῦ μεσημεριοῦ (ἀπόσπασμα)


Χτὲς βράδυ δὲν κοιμήθηκαν καθόλου τὰ παιδιά. Εἴχανε κλείσει ἕνα σωρὸ τζιτζίκια στὸ κουτὶ τῶν μολυβιῶν, καὶ τὰ τζιτζίκια τραγουδοῦσαν κάτου ἀπ' τὸ προσκεφάλι τους ἕνα τραγούδι ποὺ τὸ ξέραν τὰ παιδιὰ ἀπὸ πάντα καὶ τὸ ξεχνοῦσαν μὲ τὸν ἥλιο.

Χρυσὰ βατράχια κάθονταν στὶς ἄκρες τῶν ποδιῶν χωρὶς νὰ βλέπουν στὰ νερὰ τὴ σκιά τους. κι ἤτανε σὰν ἀγάλματα μικρὰ τῆς ἐρημιᾶς καὶ τῆς γαλήνης.

Τότε τὸ φεγγάρι σκόνταψε στὶς ἰτιὲς κι ἔπεσε στὸ πυκνὸ χορτάρι.

Μεγάλο σούσουρο ἔγινε στὰ φύλλα.

Τρέξανε τὰ παιδιά, πῆραν στὰ παχουλά τους χέρια τὸ φεγγάρι κι ὅλη τη νύχτα παίζανε στὸν κάμπο.

Τώρα τὰ χέρια τους εἶναι χρυσά, τὰ πόδια τους χρυσά, κι ὅπου πατοῦν ἀφήνουνε κάτι μικρὰ φεγγάρια στὸ νοτισμένο χῶμα. Μά, εὐτυχῶς, οἱ μεγάλοι ποὺ ξέρουν πολλά, δὲν καλοβλέπουν. Μονάχα οἱ μάνες κάτι ὑποψιάστηκαν.

Γι᾿ αὐτὸ τὰ παιδιὰ κρύβουνε τὰ χρυσωμένα χέρια τους στὶς ἄδειες τσέπες, μὴν τὰ μαλώσει ἡ μάνα τους ποὺ ὅλη τη νύχτα παίζανε κρυφὰ μὲ τὸ φεγγάρι.

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2007


Θυμάσαι εκείνο τον λόφο;
τον αντίκρισα με δέος, έτρεξα ίσα πάνω του και είδα το δέντρο. Το βλεπα άσχημο, έτσι γυμνό και κυρτωμένο, με χάιδεψε τα μαλλιά με κατανόηση, "δεν είναι άσχημο, γερασμένο είναι", μου είπες "τα βάσανα το κύρτωσαν και την γύμνια του δεν την ντρέπεται, γιατί έζησε και είδε την σκιά του να δροσίζει χωρίς να ρωτά και να διαλέγει τα πλάσματα που τυλίγει, γιατί μέσα στα κλαδιά του κρύφτηκε κάθε αδύναμο και μικρό ζώο την ώρα του φόβου του.
Και τώρα μπορεί να θυμάται τα αμέτρητα πρωινά που αντίκρισε, τον αέρα που του κανε παρέα, το κάθε παιδί που ξεκουράστηκε πάνω του."
Σε κοίταξα περίεργα, δεν καταλάβαινα τι σχέση έχουν αυτά με την ομορφιά του... Και τώρα σε κοιτώ, χρόνια και χρόνια πέρασαν από τότε, μα τώρα πια καταλαβαίνω....

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2007

Η Τρίτη του γραφείου ( Τρίτη 2 Οκτωμβρίου)

Σκυμμένος πίσω απο χαρτιά κοιτώ την μέρα έξω να κυλάει.
Τα καρφιά σημειώνουν στο μπλοκάκι τους την αδιαφορία μου εκείνη η ξανθιά απέναντί μου διαθέσιμη να κάνει πίπες για 600 ευρώ...δεν ξέρω ίσως και να κάνει.
Και γω μουγκός πίσω απο το γραφείο να βογκάω καλημέρες σε καθίκια που επειδή έχουν μια θέση στο δημόσιο νομίζουν πως πιάσανε τον παπά απο τα....α....
Χθες καθώς τα πινα γύρισα και είπα, η απραξία μου είναι αυτοκτονική, αδόκιμος όρος το ξέρω μα απαραίτητος στην διαδικασία της αυτόματης σκέψης.
Κάτι σαχλογκόμενες δίπλα με κοίταξαν ενοχλημένα, το δίχως άλλο θα με πέρασαν για τρελό..
Ντράπηκα και έσκυψα στο ποτήρι μου χωρίς να μιλάω άλλο πιά.. έτσι έχασα και την τελευταία παρέα που χα χθες βράδυ...τον εαυτό μου

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2007

Κυριακη Απόγευμα. (30 Σεπτέμβρη)


Είναι θλιβερά τα Κυριακάτικα απογεύματα για κάποιον σαν και μένα αυτοφυλακισμένο.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι πως οι σιχαμερές ποτε δεν με ξεχνάνε, γυρνάνε παραδώθε στην ζωή μου και ξύνουν σημάδια
Το χειρότερο απ όλα που μπορεί κανείς να πάθει στην διάρκεια τους είναι η ανία, εξαντλητική, σαν να παρακολουθεις την Θεία Λειτουργία και να σαι Άθεος
Η απέναντι, φοιτήτρια, πολύ καλό μουνί, αγόρασα τηλεσκόπιο για να την βλέπω, και κάθε Κυριακή κατεβάζει τα παντζούρια
Φυσικά ποτέ δεν μου έδωσε σημασία όποτε έτυχε να την αντικρίσω στον δρόμο
Περνάω απαρατήρητος, διάφανος σαν τις Κυριακές μου
Πως κρατήθηκα να μην την σταματήσω εκεί στην μέση του δρόμου "φοράς μαύρο στρινγκ
και όμως ακόμα κ αν δεν με ξέρεις εγώ όπως βλέπεις σε ξέρω καλά". Αποκλείεται να με ξεχνούσε μετά απο αυτό
Το χειρότερο απ όλα είναι πως η ζωή κιλά σαν σινεμά έτοιμος να κλείσει.
Δεν είμαι φτιαγμένος να ζω, να παρατηρώ είμαι, ένα λευκό πανι με φτηνιάρικα έργα του Αμερικάνικου κινηματογράφου, μέσα στον άδειο σινεμά και γω σε μια καρέκλα του θυρωρείου απομακρυσμένος απο κάθε δράση στην πλατεία. Κοιτώ και ζηλεύω
Αισθάνομαι μα δεν τολμώ, οι Κυριακές μου είναι δειλές και ανούσιες, και αυτή η γραφή μπερδεμένη.

Το Ονειρο

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2007

ΣΑΒΒΑΤΟ Καθώς νυχτώνει (30 Σεπτεμβριού)

Φαντάζομαι το νήμα αυτό σαν μικρό πλανήτη, έναν από κείνους που δεν θα δει κανείς ποτέ του κρυμμένο όπως είναι μέσα στο φως των άστρων, ένα πλοίο που χαράζει άγνωστο ένα ωκεανό που στην απεραντοσύνη του κανείς δεν θα αντιληφθεί πως υπάρχει
Δεν νιώθω την γοητεία της ελεύθερης σκέψης, ποτέ δεν την στερήθηκα άλλωστε, μα νιώθω την γοητεία του να μην έχουν βάρος τα λόγια σου γι αυτό να καταφέρνουν να υπάρχουν.
Αλώστε το ζητούμενο της ύπαρξης δεν αμφισβητείτε ούτε ακόμα κι αν δεν είναι αντιληπτό από τους άλλους αφού υπάρχεις.
Η ουσία μου είναι πολύ απλή γι αυτό και καταφέρνει να επιβίωση μέσα από την φονική μου πλήξη.
Όταν ξεκίνησα εδώ δεν ήξερα τι θέλω να κάνω ακριβώς, εκείνο που σίγουρα δεν θέλω είναι να καταγράψω αληθινά γεγονότα της αληθινής ζωής μου, η γοητεία του εικονικού είναι ποιο δυνατή από την καταγραφή και ποιο ανώδυνη απ την αληθινή καταγραφή.
Ο αυτοματισμός της σκέψης όταν αυτή δεν θα την προσέξει κανείς και άρα είναι απαλλαγμένη από κάθε αυτολογοκρισία της έκθεσης, είναι το μόνο αληθινό γεγονός και ίσως η μόνη αυθεντική συνεισφορά αυτού του ιστού।

ΣΑΒΒΑΤΟ Πρωί (30 Σεπτεμβριού)


Ολα έδω συμβαίνουν στην μικρή μας πόλη, σε μια συνέχεια κατακερματισμένη σε πολλά πιθανά άπειρα και σε άλλα λιγότερα ίχνη απο όνειρα σαν αραιές πατημασιές σε βρεγμένο χώμα.
Ολα εδώ, στην τελευταία αρχή τους.
Η Γιαννα που κοιμάται μακριά, το μεγάφωνο που διαφημίζει την θεατρική παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ της ζωής μου και το βλέμμα μου που ακουμπά το κλαδί κόντρα στον μαυρο ήλιο.
Ολα εδώ...εκτός από μένα....

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2007

Η Πρώτη Μέρα ( Παρασκευη-28-9)

Μια μέρα ίδια....Πίσω από φτερά που δεν θα πετάξουν...
Ξυπνάς το πρωί κοιτάς απ το τζάμι, πάλη ο ήλιος αυτός, ο κίτρινος που σε φτύνει γιατί υπάρχεις για λίγο, για μια στιγμή του.
Τι μου λες τώρα; κανε ένα καφέ να πιεις θα αργήσεις στην δουλειά.
Ο κυριος Γίωργος θα σε κοιτάξει χωρίς να πει τίποτα. Ξέρει εκείνος θα ανέβει με την πρώτη ευκαιρία στον δεύτερο και θα τα ξεράσει όλα.
"Πάλι άργησε, κάτι πρέπει να γίνει, πίνει καφέ παρολου που έρχεται καθυστερημένος, είναι αφηρημένος βαρέθηκα να του διορθώνω τα λάθη και διαρκώς γράφει δεν ξέρω τι, γράφει συνέχεια"
Τι μαλάκας αυτός ο κύριος Γιώργος.
Το δωμάτιο μου μπάχαλο, βιβλία άπλυτα ρούχα πιάτα ποτήρια και χαρτιά ριγμένα ανάκατα, βουτηγμένα σε δύο δάχτυλα σκόνη.
Ψάχνω βρίζοντας ένα φλιτζάνι, δεν το βρίσκω πουθενά, τελικά πίνω τον καφέ σε ένα τενεκεδάκι μπύρας, απομεινάρι της χθεσινοβραδινής μου μάχης με την νύχτα.
Φωρώ ένα τζιν και ένα πουκάμισο λεκιασμένο και βγαίνω έξω.
Ο ήλιος μου χαμογελά, περιμένει την απάντηση μου.
Αντε γαμήσου ρε Του λέω και ανεβαίνω στην μηχανή......