Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2007

Aλάβαστρο Μεσημέρι

Καθισμένος σε ένα τραπεζάκι το μεσημέρι εκείνο, χωρίς να κοιτά γύρω του μα βυθισμένος στον εαυτό του, απολάμβανε την σιωπή των ήχων και την αχρωμία των εικόνων , που ξεχνούσαν στο πέρασμα του να τον καλημερίσουν.

Αγέννητος ακόμα στην ιδέα της φθήνιας του καφέ του και της πίκρας του τσιγάρου, που καρτερούσε στωικά αυτή τη γέννα.
Ήταν μια δικαιολογία για να μην διστάζει να μεταμορφώνεται σε νωχελική μύγα, καλοαναθρεμμένη, βουτηγμένη σε ημηλυθαργο, μέσα στο άπλετο φως της σκιάς των ηλιαχτίδων.
Δεν νοιαζόταν για πολλά πια, κουβαλούσε ένα μυστικό σκονισμένο και αραχνιασμένο από την πολυκαιρία, το μυστικό ήταν πως δεν νοιαζόταν για τίποτα.

Του ζητούσαν τσιγάρο μουσάτοι περίεργοι τύποι και αυτός τους έδινε χωρίς να βγάζει λέξη.
Φοβόταν. Δεν φοβόταν. Μόνο τις εικόνες μπορούσε να απολαύσει, ήταν οι μόνες που δεν είχαν δικαίωμα να του τις πάρουν.

Μια μέρα θα φεύγε, θα καβαλούσε τα φτερά ενός τεράστιου γαιοσκώληκα και θα πετούσε προς την χώρα του εφικτού γιατί είχε βαρεθεί να ζει με το ανέφικτο. Η μέρα αυτή αργούσε, μπορεί και να μην ερχόταν ποτέ, μπορεί μερικούς αιώνες ακόμα βουλιαγμένος σε κάποια ψάθινη καρέκλα κάποιου Αλάβαστρου, μπαρ που έφερε μεγάλη εκτίμηση σε φρικιά και σκεπτόμενους ηλίθιους , μα που από καιρό έχασε την αίγλη του μεταμφιεσμένο σε ένα ακόμα μπαρ για αδιάφορους.
Θα μπορούσε να στέκεται έτσι βουλιαγμένος εκεί μέσα περίπου μιάμιση αιωνιότητα χωρίς να ανακαλύψει κανείς πως υπάρχει και ύστερα να του ζητήσει κάποιος μια καρέκλα και να του την πάρει χωρίς να περιμένει απάντηση.

Αν τον περνούσαν για βλάκα ή στόκο θα ήταν τυχερός. Μα μόνο τα μάτια του τους ενοχλούσαν και έτσι γινόταν διάφανος, διάφανος με μάτια, είχε πλάκα ο τύπος
Αν ήθελες να μάθεις από πού είναι από πού έρχεται και που παει δεν θα το μάθαινες, κανείς ποτέ δεν το μάθε, μάλλον γιατί κανείς ποτέ δεν τον ρώτησε.

Κι όμως ήθελε να τα αλλάξει όλα αυτά, ήθελε κάποιος να γνοιαστεί. Μια μέρα μάζεψε όλο το θάρρος του. Κι αν δεν ένοιαζε κανέναν θα του ανάγκαζε να νοιαστούν τεντώθηκε , τα μηνίγκια του γέμισαν αίμα και τα μάτια του αποφασιστικότητα. Το τέλειο χτύπημα, η ιστορική στιγμή που θα τους ανάγκαζε να νοιαστούν.



Ήταν έτοιμος και το κάνε, έδωσε με ηρωισμό την μάχη. Πήρε φόρα, ανάσανε βαθιά και έβηξε. Είχε αγωνία και τρακ, μα το κάνε και περίμενε. Περίμενε δυο εβδομάδες, μα δεν έγινε τίποτα.

Κανείς δεν έδειξε να νοιάζεται και αργότερα σαν πέρασε ο καιρός να θυμάται πως κάποιος έβηξε.

Περίμενε άλλες τρις μέρες πριν το πάρει για τα καλά απόφαση. Και όταν σιγουρεύτηκε μεταμορφώθηκε σε χελώνα. Ήταν αργή και λίγο κουραστική η μεταμόρφωση μα δεν τον ένοιαζε και χρόνο είχε και κούραση.

Ερωτευόταν σερβιτόρες με κοντές φουστιτσες, γυμνά πόδια και ύφος, τις κρυφόκοιτούσε μέσα από την ασφάλεια που του δίνε το καβούκι του.

Όταν το ανακάλυπταν και ερχόταν για παραγγελία έβγαζε αργά το κεφάλι του και χαμογελούσε χωρίς καμία σημασία και αν καμιά φορά τον κοιτούσαν στα μάτια έσκυβε χαμηλά και με τρόπο μαγικό γυρνούσε ανάποδα κινδυνεύοντας να πεθάνει στην προσπάθεια του να δει και πάλι τον κόσμο ίσια .

Κάτω απ τις κεράτινες, ψυχρές φολίδες του, η σάρκα του ήταν ζεστή και μαλακή, μπορούσε ακόμα να κρατά την ανθρωπιά της. Μέχρι που ήρθε η καταστροφή. Η σάρκα επαναστάτησε και πέταξε το καύκαλο.

Γυμνός καθόταν πια στις ψάθινες καρέκλες και ένιωθε τον πόνο κάθε φορά που ο αέρας τον άγγιζε.

Μιάμιση αιωνιότητα μετά δεν ήταν ποια χελώνα, δεν είχε καβούκι πια. Ίσως γι αυτό αποφάσισε να φορέσει παλτό . Φορούσε παλτό χειμώνα καλοκαίρι με βροχή και ήλιο, κανείς δεν του απαγόρευε να φοράει παλτό, για όλους ήταν απλά τρελός , μα αν ρωτούσες τον ίδιο μια από κείνες τις μέρες του αυγουστιάτικου καύσωνα θα σου λέγε απλά «ε τι να κάνω μ αυτό το κρύο» και θα βάζε τα κλάματα

Μια μέρα όλα τελείωσαν. Αυτός δεν ξαναφάνηκε, κανείς δεν ρώτησε γιατί, κανείς δεν έμαθε ποτέ γιατί . Κι όμως αν κοιτούσες λίγο πιο προσεχτικά, θα τον έβλεπες να τριγυρνά ανάμεσα στους όρθιους θαμώνες.

Απλά είχε βγάλει το παλτό του...

Δεν υπάρχουν σχόλια: