Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2007

ΜΥΣΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ (Πεμπτη 4-10)

Σάββατο βράδυ Περπατώ στους δρόμους ολομόναχος . Ψιλοβρέχει και έχει ομίχλη. Παρόλα αυτά η κίνηση είναι μεγάλη. Να, τώρα φτάνω στην παραλία με τα αμέτρητα μπαράκια της. Εδώ ο κόσμος είναι ακόμη περισσότερος . Δηλαδή, τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα για μένα. Έτσι μου ‘ρχεται να μπήξω τις φωνές. Τόσος κόσμος και 'γω έχω να μιλήσω σε άνθρωπο δυο εβδομάδες τώρα. Ναι, μάλιστα, δυο ολόκληρες εβδομάδες. Όχι τίποτα άλλο θα ξεχάσω και πως μιλάνε στο τέλος .

Αφού για να καταλάβετε την απελπισία μου, κάθε τόσο πηγαίνω στα περίπτερα και στα μαγαζιά και ψωνίζω, έτσι χωρίς να χρειάζομαι τίποτα, μόνο και μόνο για να λέω «Καλημέρα. Σας παρακαλώ μου δείχνετε εκείνο το προϊόν. Ω μα είναι πολύ ακριβό δεν βρίσκετε;» Αλλά ακόμα και δω τα πράγματα είναι σκούρα γιατί βλέπετε τώρα πια αυτοί που πουλούν δεν τους νοιάζει και πολύ αν πουλήσουν. Σου λεν «Αυτό είναι. Θες;, πάρτω, δεν θες; Μην το παίρνεις. Συζήτηση θα ανοίξουμε τώρα;»

Η κατάσταση μου λοιπόν είναι τραγική. Αν δεν μιλήσω και σήμερα με κάποιον θα σκάσω. Δεν γίνεται διαφορετικά. Να κάποιος εκεί στο πεζοδρόμιο. Από το ντύσιμο του φαίνεται σωστός τύπος. Θα πάω να του μιλήσω. Ντρέπομαι. Πρέπει να πάω, πρέπει να μιλήσω σε κάποιον. Στην ανάγκη θα του πω την αλήθεια. Αν και διστάζω η αβάσταχτη μοναξιά μου με σπρώχνει, διώχνει όλες τις αναστολές. Τον πλησιάζω. Η καρδιά μου χτυπά γρήγορα. Φορώ το πιο ζεστό χαμόγελο που έχω. «Γεια σου φίλε, πως παν τα κέφια;» Με κοιτά απότομα. «Με δουλεύεις ρε μαλάκα; Άντε γαμήσου» Τρομάζω Το βάζω στα πόδια προτού με δείρει.

Μπαίνω στο πρώτο μπαράκι που βλέπω με το ηθικό πεσμένο ανεπανόρθωτα. Εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δεν υπάρχει βροχή, η ομίχλη έγινε κάπνα, το βούισμα του δρόμου, χαμηλόφωνη μουσική και η ψύχρα του έξω το ζεστό θαμπό φως του μέσα. Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου να ξαναπροσπαθήσει. Στην αρχή μου αντιστέκεται πεισματικά, ύστερα βουλιάζει στην μοναξιά του και μαζί της ξανά στην δυστυχία του.

Εφαρμόζω την τελευταία εφεύρεση ενάντια στην σιωπή μου «Εδώ είναι διαφορετικά» Λέω του εαυτού μου «Βλέπεις πόση ζεστασιά υπάρχει. Στοιχηματίζω πως κί αλοι πολλοί εδώ μέσα αισθάνονται όπως ακριβώς εσύ» «Αποκλείεται» Μου λέει «Είμαι σίγουρος» του λέω «Και αν θες βάζουμε στοίχημα» Ο μπάρμαν με κοιτά όπως κοιτά κάποιος έναν επικίνδυνο τρελό. Σκύβω στο παλτό μου και πίνω μια μπύρα που δεν θυμάμαι πότε την παρήγγειλα και αν την παρήγγειλα «λοιπόν τι λες βάζουμε στοίχημα; Του ψιθυρίζω σε έντονο ύφος. «Το ξέρεις πολύ καλά πως δεν κωλώνω πουθενά εγώ» Ωχ πάλι ύψωσα την φωνή μου…»Τότε « Ψιθυρίζω «Βάλε στοίχημα και θα το χάσεις»

Σηκώνω το κεφάλι και ψάχνω γύρω μου. Τα μάτια μου σταματούν κάπου, χαμογελώ. Ξανασκύβω και του λέω σιγά «Να πάμε εκεί στο βάθος. Αριστερά, σε ‘κείνη την ξανθιά που κάθεται μόνη. Την βλέπεις;» Σηκώνω το κεφάλι. «Την βλέπω» Μου λέει «Περιμένει κάποιον» Τσατίζομαι «Όχι δεν περιμένει κανέναν» Του απαντώ «Πάμε και θα δεις». Σηκώνομαι και πλησιάζω την κοπέλα δισταχτικά. Ο λαιμός μου έχει ξεραθεί «…Γεια σου..» Προσπαθώ να μιλήσω, μα η φωνή μου πνίγεται σε ένα μούγκρισμα. Με κοιτά με απορία. Καταπίνω δύσκολα. «Περιμένεις κανέναν;» «Ναι» Μου λέει και μου γυρνά την πλάτη. Την κοιτώ που ταλαντεύεται στις νότες της μουσικής. Επιστρατεύω όλο το θάρρος μου και κρατώ σε ετοιμότητα και το θράσος μου. Θα χρησιμοποιήσω ακόμη και αυτό αν χρειαστεί, αρκεί απόψε να μιλήσω με κάποιον. «Θέλω να σου πω κάτι» Της λέω αποφασιστικά Δεν μου δίνει σημασία «Δεν θέλω τίποτα από εσένα . Μόνο που έχω καιρό να μιλήσω σε άνθρωπο και θέλω να κουβεντιάσουμε λίγο» Με αγνοεί και πάλι. Αρχίζω να εκνευρίζομαι. «Δεν ακούς τι σου λέω; Τόσο δύσκολο είναι να καταλάβεις λοιπόν;» Η κοπέλα τρομάζει, οι θαμώνες με κοιτούν. Ο μπάρμαν πηδά απ’ τον πάγκο και με αρπάζει απ’ τον γιακά «Άσε με θέλω να μιλήσω. Δεν θέλω τίποτα άλλο ,θέλω να μιλήσω με κάποιον» Ουρλιάζω, χτυπιέμαι, προσπαθώ να του ξεφύγω. Βρίζω, διαμαρτύρομαι. Με πετά έξω. Οι περαστικοί σταματούν και με χαζεύουν. Σιάζομαι και τους κοιτώ όπως κοιτά ο ζητιάνος αυτούς που παρακαλά για ελεημοσύνη. «Δεν έκανα τίποτα, μόνο να, θέλω να μιλήσω με κάποιον. Έχω δυο ολόκληρες εβδομάδες να μιλήσω»

Άλλοι γελούν, άλλοι διαπιστώνουν την τάχα τρέλα μου, άλλοι κουνούν το κεφάλι με κατανόηση. Όλοι φεύγουν και μ’ αφήνουν μόνο. «Μην φεύγετε» Τους παρακαλώ «Δεν είμαι τρελός. Μόνο θέλω να μιλήσω με κάποιον. Έχω δυο εβδομάδες να μιλήσω…Είμαι μόνος…Μην φεύγετε…» Η φωνή μου σβήνει Έφυγαν. Είμαι μόνος. Ολομόναχος. Σάββατο βράδυ… Χώνω τα χέρια στις τσέπες, χάνομαι μες στο παλτό μου. Κάνω να φύγω. Σταματώ.

Μπροστά μου στέκεται μια κοπέλα. Με κοιτά στα μάτια και θαρρείς και είναι συγκινημένη. Την πλησιάζω σέρνοντας τα πόδια μου «Θες να μιλήσουμε;» Μου γνέφει καταφατικά. Δεν ξέρω γιατί μα αν και ονειρευόμουν αυτή την στιγμή τόσο καιρό τώρα δεν μου κάνει κέφι καν να χαμογελάσω. Μόνο νιώθω στο στήθος μου να βράζει μια δύναμη, να θέλει να βγει έξω «Θες να πάμε μια βόλτα;»

Περπατάμε αργά μες στην ομίχλη. Μένουμε σιωπηλοί για πολύ ώρα. Για μια στιγμή θέλω να φύγω, να μην μιλήσω. Έχω δυο εβδομάδες να μιλήσω σε άνθρωπο. Ξαναβρίσκω το θάρρος μου όμως γρήγορα. «Με νομίζουν όλοι για τρελό» Της λέω σιγά «Μα δεν είμαι καθόλου. Απόδειξη πως στην δουλεία μου τα πάω μια χαρά. Είμαι λογιστής. Καταλαβαίνεις τώρα, όλη μέρα πάνω από γραμμένα κατάστιχα. Γράψε, σβήσε, γράψε, σβήσε …Στο σπίτι είμαι μόνος. Εκεί να δεις βουβαμάρα» Κουνώ το κεφάλι μου «Εσύ βέβαια τώρα μπορεί να λες πως είμαι παραπονιάρης, ακοινώνητος και μονόχνοτος» Την κοιτώ. Δεν μιλά, μόνο ακούει…»Όμως δεν είμαι τίποτα από αυτά. Μ’ αρέσει να συναναστρέφομαι μ’ ανθρώπους. Είμαι ευχάριστος, κοινωνικώς. Αλήθεια…Μα τι τα θες, όταν λες καλημέρα σε κάποιον και εκείνος σε περνά για χαζό ή συμφεροντολόγο, τι τα θες;» Σωπαίνω. Ύστερα χειρονομώ νευρικά. «Αμ το άλλο; Αν τύχει και γνωρίσω κάποιον άνθρωπο γρήγορα μ’ αποφεύγει και αυτός. Γιατί έτσι που νιώθω τόσο μόνος, αγχώνομαι μη μου φύγει και γίνομαι κουραστικός και βαρετός….Και ‘συ θα βρεθείς, να το δεις…»

Της ρίχνω μια λοξή ματιά. Είναι όμορφη. Ψηλή, ξανθιά με όμορφα, πράσινα μάτια και ύφος αρχοντικό. «Βέβαια τι στα λέω όλα αυτά; Εσύ θα ‘χεις παρέες έτσι όμορφη που είσαι ε;» Παίζω με τα δάχτυλα των χεριών μου. «Βέβαια θα ‘χεις» Προσπαθώ να ελέγξω τον τόνο της φωνής μου μα δε νομίζω πως τα καταφέρνω… «Σίγουρα κάθε φορά που βγαίνεις έξω, θα μαζεύονται ένα σωρό άνδρες γύρω σου να σ’ ακούσουν που μιλάς ε;» Φαίνεται ταραγμένη. Τώρα πια η φωνή μου είναι φανερά εχθρική, το ίδιο και το βλέμμα μου. «Ότι κι αν τους πεις, θα σ’ ακούσουν, ακόμα και βλακεία, ακόμα κι αν τους βρίσεις. Αυτοί θα σ’ ακούσουν και θα σε γεμίσουν γλυκόλογα έτσι δεν είναι;».

Δεν απαντά έγινε κατακόκκινη, τρέμει απ’ τον θυμό της. Όμως τρέμω και 'γω απ’ τον θυμό μου. Τόση ώρα δεν μου είπε μια κουβέντα , θαρρείς και παίζω εκείνο το παιχνίδι με τον εαυτό μου. Είναι ψηλομύτα, σίγουρα.

Ξαφνικά το μυαλό μου φωτίζεται με την αποκάλυψη της αλήθειας. Με πλησιάζει για να μ’ ακούσει και ύστερα να τα πει στην παρέα της και να γελούν. Σφίγγω τις γροθιές μου. Σχεδόν θολώνει ο νους μου απ’ το θυμό. «Ε λοιπόν να σου πω κάτι;» Φωνάζω. Σταματά σαστισμένη. «Σε κατάλαβα. Είσαι μια υποκρίτρια , χειρότερη απ’ όλους τους άλλους. Ήρθες μαζί μου να μιλήσουμε και τόση ώρα δεν βγήκε απ’ το στόμα σου ούτε λέξη. Βάζω στοίχημα πως μετά θα πας στους φίλους σου, θα πεις αυτά που σου είπα και θα γελάς μαζί μου. Σαν δεν ντρέπεσαι…» Κουνά το κεφάλι της αρνητικά. Ακόμα και τώρα, που την ξεσκέπασα αρνείται την αλήθεια . Αυτό είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να μου συμβεί. Τόση γαϊδουριά από μέρος της. «Έτσι ε;» Ουρλιάζω και την τραβώ απ’ το μπράτσο με δύναμη «Με κοροϊδεύεις» Τώρα κλαίει η πουτάνα, τώρα που την κατάλαβα κλαίει για να την λυπηθώ. Φοβάται…Θα την κανονίσω εγώ «Είσαι υποκρίτρια. Είσαι χειρότερη απ’ όλους» Κλαίει και κουνά το κεφάλι αρνητικά . Παλεύει να μου ξεφύγει, η τσάντα πέφτει απ’ τον ώμο της χάμω, μα δεν της αφήνω το χέρι. Τόσο θράσος καταντάει αηδία . Την ταρακουνώ «Γιατί δεν μιλάς; Γιατί δεν λες μια λέξη; Εμπρός…»

Κλαίει με λυγμούς, παλεύει, μου ξεφεύγει. Τρέχει και αρπάζει την τσάντα όμως δεν φεύγει. Την ανοίγει βγάζει από μέσα ένα μπλοκάκι και ένα στυλό. Τρέμει ολόκληρη. Στέκομαι και την κοιτώ απορημένος. Τα έχω χάσει τέλειος πια. Γράφει κάτι, με πλησιάζει φοβισμένα και μου το δίνει. Κοιτώ πρώτα τα υγρά, απ΄τα δάκρυα, παραπονεμένα μάτια της , ύστερα σκύβω στο χαρτί και διαβάζω ``Είμαι μουγκή’’

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Λοιπόν φίλε μου φισπ, χάρηκα κι εγώ που σε διάβασα γιατί τα δικά σου κείμενα μου βγάζουν όλα τα ενοχικά ψευδοηθικά διλήμματα που κρύβουμε μέσα μας.

(κι αυτό μη νομίσεις πως είναι σχόλιο από υποχρέωση κοινωνικής μπλογκοευγένειας, συνήθως είμαι αγενής με τους ανθρώπους)