Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2007


Μερικές φορές νιώθω απόλυτα Μόνος

Λες και οι άνθρωποι γύρω μου είναι τρισδιάστατες φωτογραφίες
Δεν έχουν υφή, υπόσταση. Και αν τυχαία ακουμπήσω κάποιον νιώθω μεγάλη έκπληξη μπροστά στην ανακάλυψη της ύλης που αγγίζω...

Συχνάζω στο myspace μα και ο εικονικός κόσμος το ίδιο πλαστός μου φαίνεται και εκεί φωτογραφίες, ομάδες, οικογένειες

Το πρόβλημα μου είναι πως είμαι απροσάρμοστος, χωρίς πατρίδα, χωρίς κοινά, χωρίς την ουσία την ανθρώπινη που δένει τους ανθρώπους, το πρόβλημα είναι πως δεν ανήκω πουθενά, πως είμαι μια απλή φωτογραφία...

...Αποσπασμα απο το θεατρικό Μονόπρακτο "Μιλάν οι φωτογραφίες"

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2007

S autes pou fevgoun...


Γέμισα με νοτιά τα μαλλιά σου και φυλάκισα τις γραμμές στα μαγουλά σου ...

εκείνες τις κρυστάλλινες ..

θαυμάσια ταξιδεύοντας πάνω τους, με μια βάρκα από φαντασία .
και με τον αέρα απ τα μαλλιά σου .....

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2007

"Ζούμε τον φασισμό της θηλυπρεπής ομορφιάς.
Και ενώ σαν άνδρας αυτή την ιδιότυπη λατρεία την θαυμάζω και σπεύδω να σταθώ ένθερμος οπαδός της, σαν σκεπτόμενος άνθρωπος την αποδοκιμάζω και νιώθω ο χειρότερος εχθρός της.
Και αν δεν βαριόμουνα να σας μιλήσω το δίχως άλλο θα γέμιζα ένα κατεβατό από αναθεματισμούς και βάσιμα επιχειρήματα ενάντια σ αυτή την αρρώστια που μας κατακλύζει.
Γιατί η ομορφιά πονάει αυτούς που δεν την έχουν και βαραίνει αυτούς που την έχουν, γιατί η επικράτηση της σαν κριτήριο κοινωνικής αναγνώρισης κάνει τον κόσμο μας φτωχότερο μα και τα άτομα που τελικά επωφελούνται πιο ανόητα.
Σε τελική ανάλυση η θηλυπρεπή ομορφιά γέμισε τον κόσμο με πουστράκια και πουτανάκια παραμερίζοντας και περιθωριοποιώντας τα άτομα που έχουν να που κάτι περισσότερο από την καλαισθησία των κρεάτινων γραμμών τους.
Και σε ακόμα πιο τελική εγώ έχω να γαμήσω μ αυτά και μ αυτά 9,5 χρόνια..."

Απόσπασμα από τον θεατρικό μονόλογο "Αγναντευοντας τα πρόβατα που κλαίνε"

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2007

ΧΑΛΙΑ

Χάλια - Φοίβος Δεληβορίας

Κοίταξε την πως σερβίρει πιο λευκή κι απ την ποδιά της

Πως κρατάει ψηλά τον δίσκο και την αξιοπρέπειά της

Ροδανθός μες στα ρεμάλια και θεά μες στους θνητούς

Η παγίδα για να γίνεις πάλι χαλιά

Που ήδη νιώθεις σαν τον Κάγκνεϊ

Μπροστά στην Ρίτα Χαιηγουωρθ

Μες στην τσίκνα μιας υπόγειας ζωής

Διερωτάσαι αν είναι μόνη

Αν φοβάται αν θυμώνει

Θα σου δώσει κάποιο σήμα

Μείνε κι άλλο και θα δεις

Σε ρωτάει θα πιείτε κάτι και το ακούς σαν να είναι ποίημα

Λες «δεν ξέρω, ότι να ναι, όπως να ναι» θα ναι κρίμα

Να στην πάρει κάποιος άλλος ενώ εσύ πρώτος αισθάνθηκες

Του βυθού της τα κοράλλια μα ίσως πάλι όλα αυτά

Να είναι κόλπο για να γίνεις πάλι χάλια

Μα κι αυτή έχει έναν τρόπο

Να σου αδειάζει το τασάκι σου

Γελώντας μ’ ένα αστείο Που ποτέ δε θα της πεις

Και θες να φύγεις μα είσαι λιώμα

Και στο σπίτι σου είν’ ακόμα

Αυτό το πέλαγος συντρίμμια

Της χαμένης σου ζωής

Ένα πέλαγος μπουκάλια

Και βιβλία και καπνός

Κι όλα όσα θες να γίνεις πάλι χάλια

Όμως κι αυτή θα ‘χει πονέσει

Κάποιος τύπος θαν’ στη μέση

Απ’ αυτούς στα γυμναστήρια

Στης Έβγας τα πρατήρια

Που θα την ήθελε πιο χάρτινη

Και πιο ξανθιά και πιο γυμνή

Και βέβαια ποτέ δεν θα της είπε “Σ’ αγαπώ”

Απλώς θα βρήκε κάποιαν άλλη

Από μιαν άλλη γειτονιά

Και θα την άφησαν στα μαύρα της τα χάλια

Απόψε φεύγει κάποιο τραίνο

Για έναν τόπο ωραίο και ξένο

Αλλά εσύ πρώτη φορά

Νιώθεις πως όλα εδώ συμβαίνουν

Χριστός γεννάται σ’ ένα μήνα

Κι ότι εύχεσαι ξεκίνα

Όλα θα ‘ναι πάντα μαύρα

Μα θα κρύβουν μια φωτιά

Κι αύριο εδώ θα είσαι πάλι

Μα επιτέλους θα της πεις

Ότι θες μόνο για κείνην Να ‘σαι χάλια

Χάλια


Το νιώθεις καθώς την κοιτάς και προσπαθείς να κρύψεις την ταραχή σου, είναι καταπληκτική η αθωότητα της και τα μάτια της που σε κοιτούν χωρίς να σε κοιτάνε και τα μαλλιά της, πυκνές καστανόξανθες μπούκλες που μπερδεύονται και δίνουν μια ξεχωριστή ευγένεια στο λεπτό της πρόσωπο, ευαίσθητη και εύθραυστη γεμίζει με απόγνωση τον απεγνωσμένο κόσμο σου, γιατί ξέρεις πως κάποιος αγγίζει αυτό που δεν θα αγγίξεις, του δίνει τον ήχο των αναστεναγμών της, τον ήχο που δεν θα ακούσεις ποτέ και την γεύση απ το δέρμα της και την ζεστασιά καθώς γελά για κάτι που δεν είπες Ευγενική και απομακρη σε πληγώνει γιατί για σένα είναι μόνο μια τρισδιάστατη φωτογραφία, ένα σύμπαν απομακρυσμένο και συ μόνο μια ψυχρή μικρή, λευκή σφαίρα.

Σ αποκλείει ακόμα και απ το να φανταστείς πως γελά γυμνή σε ένα κρεβάτι δίπλα σου, πως μπορείς να την κοιτάς να ντύνεται, να τρώει, να βγαίνει απ το μπάνιο με μαλλιά βρεγμένα.
Πως να σταθεί μια βάρκα από καλάμια μέσα στον ωκεανό;

Καθώς την κοιτάς τα μάτια σου δεν μαγνητίζουν το φως απ τα μάτια της, μόνο το διώχνουν, το αποκρούουν, όπως το αδιάφανο γυαλί και συ μετά ντρέπεσαι γιατί ξέρεις σταγόνα απ το φως της δεν σ ανήκει και σαν γελοίος καραγκιόζης, μάταια προσπαθείς να μαζέψεις το φεγγάρι απ το πηγάδι με απόχη.

Τα θλιμμένα μεσημέρια μπορεί και να φτάνει που απλά υπάρχει δίπλα σου σερβίροντας καφέδες και καθαρίζοντας τραπεζάκια, μα τα αδιάφορα μεσημέρια, εκείνα τα πνιγμένα στον ήλιο, η αδιαφορία της σε ματώνει, σε βάζει σε παιχνίδια δεδομένης ήττας, μισής τον εαυτό σου που προκαλείς την ανυπαρξία σου στα μάτια της, μισής τον εαυτό σου γιατί δεν υπάρχεις γι αυτήν ...

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2007

Όταν τα σύννεφα ξεσπάσουν με θύελλες και καταιγίδες,
εσύ κοίτα να σαι κοντά μου,
μια ανάσα βροχής να μου δώσεις
και δυο στάλες αέρα,
νότιο,
φτιαγμένο από ξωτικά και καλημέρες

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2007

ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ.

Μα Δεν μπορεί εδώ ήταν. Το είδα. Να τι παθαίνεις σαν πετάς τα λεφτά σου από δω κι από κει.
Τι χαζομάρα…Τόση φασαρία για ένα πενηντάρικο. Που είσαι καλό μου πενηντάρικο; καρέκλα στη μέση του Κοιτώ κάτω από το ντιβάνι, πίσω από το σπασμένο κομοδίνο και για ακόμα μια φορά στις τσέπες του καλοσιδερομένου παντελονιού μου.
Βρίζω δυνατά γιατί ούτε το πενηντάρικο και το παντελόνι τσαλακώνω. Βάζω τη δωματίου και κοιτώ με περίσκεψη γύρω. Χαμογελώ πικρόχολα. Τελικά το βρήκα το πενηντάρικο είναι κάτω από την νάιλον ντουλάπα. Το παίρνω και το ακουμπώ πάνω σε δυο τρία χαρτονομίσματα. Ντύνομαι γρήγορα μα προσεχτικά. Όλα κι όλα, πρέπει να είμαι στην τρίχα που λένε.
Τα μαλλιά μου που φουντώνουν και είναι ότι πιο όμορφο έχω πάνω μου τα προσέχω ιδιαίτερα. Πλένω τα δόντια μου και τρίβω το λαιμό μου με λίγη κολόνια. Όλα κι όλα, πρέπει να είμαι στην τρίχα που λένε. Σκουπίζω τα παπούτσια μου τα μαύρα και τα γυαλίζω με μπογιά. Τα εξετάζω προσεχτικά. Φορώ το σακάκι μου. Είναι λίγο παλιομοδίτικο μα ποιος δίνει σημασία σε λεπτομέρειες, αρκεί που είναι καθαρό και στιλάτο.
Κοιτώ το ρολόι μου. Τα ραντεβού δεν πρέπει να περιμένουν. Πηγαίνω στο καθρέφτη. Παίρνω πόζες. Εντάξει είμαι, καλός, όπως αρμόζει στην περίσταση.
Βάζω στην τσέπη τα χρήματα και βγαίνω έξω. Περπατώ γρήγορα για να μην αργήσω. Ψάχνω να βρω και μια δικαιολογία έξυπνη, που Δε θα τις αφήσει κανένα περιθώριο αντίδρασης. Την διαδρομή την ξέρω τόσο καλά που θα μπορούσα να την περπατήσω και με κλειστά μάτια.
Φτάνω έξω από το γνωστό ανθοπωλείο. Μπαίνω με φορά. Με υποδέχεται μια καλλίγραμμη ξανθιά πωλήτρια.
«Αργήσατε σήμερα» Μου λέει
«Ναι…δυστυχώς» Απαντώ αγχωμένα.
«Τα γνωστά;» Χαμογελώ.
«Κοιτάξτε να είναι καλό» Της λέω
«Πάντα Δε σας δίνω το καλύτερο;» Πλησιάζει μια γλάστρα με κόκκινα τριαντάφυλλα. Διαλέγει το πιο ωραίο και πηγαίνει πίσω από τον πάγκο για να το ετοιμάσει. Τα χέρια της δουλεύουν γρήγορα.
«Πολύ τυχερή η κοπέλα σας ε;»
«Δεν ξέρω. Γιατί ;»Η Πωλήτρια σηκώνει το κεφάλι της και με κοιτά.
«Μα πρέπει να την αγαπάτε πολύ για να της πηγαίνετε κάθε μέρα σχεδόν και ένα τριαντάφυλλο» Μια σκιά περνά από το ξαναμμένο πρόσωπο μου.
«Ναι την αγαπώ πολύ» Μουρμουρίζω.
Της δίνω τα χρήματα, παίρνω την ανθοδέσμη και βγαίνω έξω.
«Τα ρέστα σας…Είπα τίποτα κακό;» Αναρωτιέται.
Συνεχίζω τον δρόμο μου γρήγορα. Κοιτώ το ρολόι μου. Ω άργησα. Δεν το θέλω αυτό, δεν πρέπει. Πρέπει να είμαι συνεπής στο ραντεβού έχω και τρακ. Περπατώ ακόμα πιο γρήγορα. Αναπνέω βαθιά να ηρεμήσω Οι βαθιές αναπνοές είναι πάντα χρήσιμες σ’ αυτές τις περιπτώσεις
Επιτέλους μετά από ώρα φτάνω έξω από το πάρκο, εκείνο που συμφωνήσαμε να συναντηθούμε .
Σταματώ. Η καρδιά μου χτυπά δυνατά. Αναρωτιέμαι πως θα την δω και τι θα της εξηγήσω. Σιάζομαι και με βήμα αργό και επίσημο χώνομαι μέσα στα δέντρα. Ξέρω καλά που πάω. Το κάθε δέντρο, η κάθε πέτρα, το κάθε παγκάκι μου είναι γνωστά. Με καλωσορίζουν μα και με μαλώνουν που άργησα, που την άφησα να περιμένει
Σταματώ μπροστά σε ένα άδειο παγκάκι. Αφήνω το τριαντάφυλλο πάνω του. Ακούω την σιωπή. Το παιχνίδι κάπου εδώ τελειώνει.
Τελειώνει και το υποτιθέμενο ραντεβού μου, με την υποτιθέμενη κοπέλα μου. Κάθομαι στο παγκάκι χαμογελώντας πικρά. Στο κάτω, κάτω όλοι λίγο πολύ μ’ αυταπάτες την βγάζουμε...

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2007

O Αλος...


Έκανε κρύο το χθεσινό βράδυ.

Ήταν μια ανεξήγητη παγωνιά στην καρδιά του χειμώνα.

Περιπλανιόμουνα με τις ώρες χωρίς να χω κάποιο λόγο, πάντα υπάρχει λόγος να περιπλανηθεί κανείς χωρίς λόγο.

Μόνη αιτία, μια ακατανίκητη έλξη για την απόμακρη ανθρώπινη ζεστασιά, έτσι αόριστα.

Προσπερνώντας τους ανθρώπους ένιωθα αόρατος, καμιά ματιά, κανένα σημάδι της ύπαρξης μου στο βλέμμα των περαστικών, άυλος για αυτούς, χωρίς εικόνα και αν δεν άφησα κάποιον να περάσει από μέσα μου ήταν για να μην τρομάξει σαν ένιωθε το κενό που διαπέρασε.

Αυτοφιλακισμένος σε αυτή την πρωτότυπη διάσταση προσπαθούσα να βρω, μάταια βέβαια, την ζεστασιά στις εικόνες των γύρω μου, η μελαχρινή κοπέλα που άφησε τα αρωματισμένα χνάρια της να κολλήσουν στο δέρμα της μνήμης μου, το ζευγαράκι εκείνο στα παγκάκια της πλατείας που φιλιόταν παράφορα, παραδομένο στην δικιά του αυτοφυλακή, που ήταν όμως τόσο πιο χρωματιστή και επιλεκτική απ την δικιά μου, ένας σκύλος ξαπλωμένος πάνω στο πατάκι ενός μαγαζιού, αδιάφορος για την αδιαφορία του κόσμου γύρω του, μια γιαγιά, παρασυρμένη απ τον χρόνο που έσερνε το μπαστούνι της αργά και μεθοδικά, με πείσμα και θράσος απέναντι στην κρύα νύχτα.

Δεν ξέρω τι με τράβηξε ξαφνικά απ τον γιακά σε κείνο το μαγαζί, ήταν λουσμένο σε χαμηλό κίτρινο φως, γεμάτο υποσχέσεις για ανθρώπινη ζεστασιά και βλέμματα που φανερώνουν την ύπαρξη των γύρω, είχε κοπέλες καθισμένες αρτιμέλητα σημάδι μια οικειότητας σχεδόν προκλητικής με τον χώρο και καθώς άνοιξε η πόρτα μπροστά μου ξεχύθηκαν από μέσα μυρωδιές ποτού και τσιγάρου και ερωτοτρόπησαν με την μοναξιά μου χωρίς να μπουν καν στον κόπο να με ρωτήσουν αν με πλήγωνε αυτή η αναίδεια τους.

Παραδομένος χώθηκα μέσα και διψασμένος κάθισα στην πρώτη ψάθινη καρέκλα που βρήκα μπρος μου….

Προσπάθησα να εξοικειωθώ με το περιβάλλον, ήταν μισοσκότεινα, χωρίς καμιά ιδιαίτερη διακόσμηση στο στυλ των παλιών καφενείων, με σιδερένια μαύρα τραπεζάκια και χαλασμένες από καιρό ψάθινες καρέκλες, έβγαλα το σακάκι μου κοίταξα γύρω μου, ήμουν νευρικός, κανείς δεν με κοιτούσε και πάλι.

Η σερβιτόρα ήταν όμορφη, συγκινητικά όμορφη θα έλεγα, τα ίσια κατάμαυρα μαλλιά της κατηφόριζαν νωχελικά ως το ύψος της πλάτης , μικροκαμωμένη με καμπύλες μια ιδέα πιο έντονες από αυτές που θα πρέπει, φορούσε μαύρο κολάν και μπότες, το σώμα της διαγράφονταν ανάγλυφο και λίγο πρόστυχο.

Μου κάνε εντύπωση η αντίθεση του με το ευγενικό σχεδόν δειλό πρόσωπο της.

Της έκανα νόημα να έρθει για παραγγελία και ενώ με κοίταζε λες και δεν υπάρχω, με αγνόησε, σήκωσα το χέρι ψηλά πάλι έκανε πως δεν με βλέπει κ ας είχε τα μάτια της καρφωμένα πάνω μου.

Είχε όμορφα μάτια μεγάλα και μαύρα, η μουσική και τα μάτια της για μια στιγμή κλώτσησαν την μοναξιά μου, όμως με πόνεσε αυτό.

Σκέφτηκα κάτι πολύ απλό, αν είναι ικανά τα μάτια μιας κοπέλας και μόνο να διώχνουν την μοναξιά μου τότε και κοίταξα γύρω μου όλο αυτό τον κόσμο, αγόρια και κορίτσια να γελούν να φλερτάρουν και να παίζουν με τον έρωτα, τότε στην θέση τους θα ράγιζα, κάπως έτσι όπως ραγίζει το γυαλί στην μεγάλη θερμοκρασία.

Ξαφνικά ένιωσα τόσο κρύος και τόσο ξένος από όλους αυτούς, ακόμα και από την σερβιτόρα με τα όμορφα μαύρα μάτια..

Σηκώθηκα να φύγω αφού δεν άνηκα σ αυτό τον κόσμο, ήταν απλησίαστος όμορφος και ξένος.

Στην πόρτα άκουσα κάποιον να λέει. «περίεργο, στο τραπεζάκι αυτό λες και καθόταν κάποιος.» Και τότε θυμήθηκα είχα πεθάνει από ώρα….

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2007

Είναι οι βροχερές εκείνες μέρες που ο ουρανός χαμηλώνει τα φώτα του, που ο ήχος της βροχής παίζει μπαλάντες, που η ψύχρα σε σκεπάζει με ζεστή κουβέρτα.
Εκείνες οι μέρες σ αγγίζουν περίεργα και δεν ξέρεις ακριβώς τι πρέπει να νιώσεις, κοιτάς σαστισμένος την γλυκόπικρη, σαν κανέλα, μελαγχολία που σε μουσκεύει ως στο βάθος της ψυχής σου, θέλεις να κάνεις έρωτα, να ψιθυρίσεις αναμνήσεις καθισμένος με μια κούπα ζεστό καφέ στο χέρι, να περπατήσει νωχελικά κάτω από το νερό χωρίς να σε νοιάζει αν θα φύγει το ζελέ απ τα μαλλιά σου, να δεις την καθημερινότητα να ξετυλίγεται μπροστά σου λες και είσαι σινεμά και παρακολουθείς μια από εκείνες τις νερόβραστες αμερικάνικες ταινίες του 50.
" Πάλι αφηρημένος" ..." Καλά ακόμα δεν έκανες το γραμμα που σου έδωσα; που είναι το μυαλό σου;"
Το γραφείο, ο υπολογιστής, ο μαλάκας, το χάος με τον κόσμο που πάει και έρχεται, γκρίζες εικόνες στον έγχρωμο κόσμο μου...... Ενα νυσί απο έρημο στην καρδιά μιας βροχερής μέρας.