Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2007

O Αλος...


Έκανε κρύο το χθεσινό βράδυ.

Ήταν μια ανεξήγητη παγωνιά στην καρδιά του χειμώνα.

Περιπλανιόμουνα με τις ώρες χωρίς να χω κάποιο λόγο, πάντα υπάρχει λόγος να περιπλανηθεί κανείς χωρίς λόγο.

Μόνη αιτία, μια ακατανίκητη έλξη για την απόμακρη ανθρώπινη ζεστασιά, έτσι αόριστα.

Προσπερνώντας τους ανθρώπους ένιωθα αόρατος, καμιά ματιά, κανένα σημάδι της ύπαρξης μου στο βλέμμα των περαστικών, άυλος για αυτούς, χωρίς εικόνα και αν δεν άφησα κάποιον να περάσει από μέσα μου ήταν για να μην τρομάξει σαν ένιωθε το κενό που διαπέρασε.

Αυτοφιλακισμένος σε αυτή την πρωτότυπη διάσταση προσπαθούσα να βρω, μάταια βέβαια, την ζεστασιά στις εικόνες των γύρω μου, η μελαχρινή κοπέλα που άφησε τα αρωματισμένα χνάρια της να κολλήσουν στο δέρμα της μνήμης μου, το ζευγαράκι εκείνο στα παγκάκια της πλατείας που φιλιόταν παράφορα, παραδομένο στην δικιά του αυτοφυλακή, που ήταν όμως τόσο πιο χρωματιστή και επιλεκτική απ την δικιά μου, ένας σκύλος ξαπλωμένος πάνω στο πατάκι ενός μαγαζιού, αδιάφορος για την αδιαφορία του κόσμου γύρω του, μια γιαγιά, παρασυρμένη απ τον χρόνο που έσερνε το μπαστούνι της αργά και μεθοδικά, με πείσμα και θράσος απέναντι στην κρύα νύχτα.

Δεν ξέρω τι με τράβηξε ξαφνικά απ τον γιακά σε κείνο το μαγαζί, ήταν λουσμένο σε χαμηλό κίτρινο φως, γεμάτο υποσχέσεις για ανθρώπινη ζεστασιά και βλέμματα που φανερώνουν την ύπαρξη των γύρω, είχε κοπέλες καθισμένες αρτιμέλητα σημάδι μια οικειότητας σχεδόν προκλητικής με τον χώρο και καθώς άνοιξε η πόρτα μπροστά μου ξεχύθηκαν από μέσα μυρωδιές ποτού και τσιγάρου και ερωτοτρόπησαν με την μοναξιά μου χωρίς να μπουν καν στον κόπο να με ρωτήσουν αν με πλήγωνε αυτή η αναίδεια τους.

Παραδομένος χώθηκα μέσα και διψασμένος κάθισα στην πρώτη ψάθινη καρέκλα που βρήκα μπρος μου….

Προσπάθησα να εξοικειωθώ με το περιβάλλον, ήταν μισοσκότεινα, χωρίς καμιά ιδιαίτερη διακόσμηση στο στυλ των παλιών καφενείων, με σιδερένια μαύρα τραπεζάκια και χαλασμένες από καιρό ψάθινες καρέκλες, έβγαλα το σακάκι μου κοίταξα γύρω μου, ήμουν νευρικός, κανείς δεν με κοιτούσε και πάλι.

Η σερβιτόρα ήταν όμορφη, συγκινητικά όμορφη θα έλεγα, τα ίσια κατάμαυρα μαλλιά της κατηφόριζαν νωχελικά ως το ύψος της πλάτης , μικροκαμωμένη με καμπύλες μια ιδέα πιο έντονες από αυτές που θα πρέπει, φορούσε μαύρο κολάν και μπότες, το σώμα της διαγράφονταν ανάγλυφο και λίγο πρόστυχο.

Μου κάνε εντύπωση η αντίθεση του με το ευγενικό σχεδόν δειλό πρόσωπο της.

Της έκανα νόημα να έρθει για παραγγελία και ενώ με κοίταζε λες και δεν υπάρχω, με αγνόησε, σήκωσα το χέρι ψηλά πάλι έκανε πως δεν με βλέπει κ ας είχε τα μάτια της καρφωμένα πάνω μου.

Είχε όμορφα μάτια μεγάλα και μαύρα, η μουσική και τα μάτια της για μια στιγμή κλώτσησαν την μοναξιά μου, όμως με πόνεσε αυτό.

Σκέφτηκα κάτι πολύ απλό, αν είναι ικανά τα μάτια μιας κοπέλας και μόνο να διώχνουν την μοναξιά μου τότε και κοίταξα γύρω μου όλο αυτό τον κόσμο, αγόρια και κορίτσια να γελούν να φλερτάρουν και να παίζουν με τον έρωτα, τότε στην θέση τους θα ράγιζα, κάπως έτσι όπως ραγίζει το γυαλί στην μεγάλη θερμοκρασία.

Ξαφνικά ένιωσα τόσο κρύος και τόσο ξένος από όλους αυτούς, ακόμα και από την σερβιτόρα με τα όμορφα μαύρα μάτια..

Σηκώθηκα να φύγω αφού δεν άνηκα σ αυτό τον κόσμο, ήταν απλησίαστος όμορφος και ξένος.

Στην πόρτα άκουσα κάποιον να λέει. «περίεργο, στο τραπεζάκι αυτό λες και καθόταν κάποιος.» Και τότε θυμήθηκα είχα πεθάνει από ώρα….

Δεν υπάρχουν σχόλια: