Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2007

Όσο παρατηρώ τον κόσμο, τόσο πιο έξω από αυτόν νιώθω και όσο σπρώχνω να μπω τόσο πιο πολύ μια απροσδιόριστη δύναμη με πετά μακριά.
Μεγάλο πρόβλημα το κενό που γεμίζει τον χώρο, όταν καθισμένος δίπλα σε μια κοπέλα δεν έχεις τι να πεις, όταν και μόνο ένα ακάλυπτο μέρος από την φούστα της μπορεί να σε λυγίσει, να σε υποσχεθεί καλοκαίρια, ζέστη, ηδονή εικόνες χρώματα και ήχους, μα να ανακαλύπτεις πως εσύ ποτέ δεν θα τα έχεις γιατί καμιά δύναμη δεν θα νικήσει την φυσική σου δειλία ή ανυπαρξία για να τα πάρεις.
Η διαφορετικότητα ή η αίσθηση της ακόμα και αν είναι απατηλή σε φρενάρει σε μια εποχή γεμάτη ίδια Τα πάντα ίδια και διαφορετικά από σένα έτσι απλά, απροσάρμοστο στην εποχή της προσαρμογής...

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2007

Στο λεωφορείο χθες γυρνώντας από Θεσσαλονίκη γινόταν το έλα να δεις, μια ανοιξιάτικη έφοδο στην αρχή του χειμώνα. Και ενώ έξω η συννεφιά και το ψιλοβρόχι φλέρταραν με την εποχή, μέσα στα σβηστά τα φώτα και στις σκιές των καθισμάτων χίλιες οι λάμψεις της Άνοιξης, γεμάτες όμορφες κοπέλες, με το άρωμα εκείνο που μόνο κάποιος απόλυτα μόνος μπορεί να ξεχωρίσει, με την γυμνή σάρκα και τα γεμάτα στήθη, τα κρυφά γελάκια και τα γλυκά χαμόγελα.
Έτρεμα μην τυχόν και η διπλανή μου με ανακαλύψει. Ήταν γοητευτική κοπέλα, μελαχρινή με λεπτά χαρακτηριστικά και όμορφα πόδια.
Αν και ήθελα να της πιάσω κουβέντα δεν το έκανα, δεν έβρισκα τίποτα να πω, ήταν μια μάχη με τον εαυτό μου που απ την αρχή είχε ένα μόνο νικητή, την ανυπαρξία μου.
Προσπάθησα να απλωθώ μήπως και κατα λάθος την αγγίξω Μαζεύτηκε απότομα έτσι ένιωσα βλάκας και χώθηκα βαθιά στο κάθισμά μου με ότι μου είχε πια απομείνει..την φαντασία...
Μερικές φορές νιώθω τραγικά ηλίθιος

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2007

Aλάβαστρο Μεσημέρι

Καθισμένος σε ένα τραπεζάκι το μεσημέρι εκείνο, χωρίς να κοιτά γύρω του μα βυθισμένος στον εαυτό του, απολάμβανε την σιωπή των ήχων και την αχρωμία των εικόνων , που ξεχνούσαν στο πέρασμα του να τον καλημερίσουν.

Αγέννητος ακόμα στην ιδέα της φθήνιας του καφέ του και της πίκρας του τσιγάρου, που καρτερούσε στωικά αυτή τη γέννα.
Ήταν μια δικαιολογία για να μην διστάζει να μεταμορφώνεται σε νωχελική μύγα, καλοαναθρεμμένη, βουτηγμένη σε ημηλυθαργο, μέσα στο άπλετο φως της σκιάς των ηλιαχτίδων.
Δεν νοιαζόταν για πολλά πια, κουβαλούσε ένα μυστικό σκονισμένο και αραχνιασμένο από την πολυκαιρία, το μυστικό ήταν πως δεν νοιαζόταν για τίποτα.

Του ζητούσαν τσιγάρο μουσάτοι περίεργοι τύποι και αυτός τους έδινε χωρίς να βγάζει λέξη.
Φοβόταν. Δεν φοβόταν. Μόνο τις εικόνες μπορούσε να απολαύσει, ήταν οι μόνες που δεν είχαν δικαίωμα να του τις πάρουν.

Μια μέρα θα φεύγε, θα καβαλούσε τα φτερά ενός τεράστιου γαιοσκώληκα και θα πετούσε προς την χώρα του εφικτού γιατί είχε βαρεθεί να ζει με το ανέφικτο. Η μέρα αυτή αργούσε, μπορεί και να μην ερχόταν ποτέ, μπορεί μερικούς αιώνες ακόμα βουλιαγμένος σε κάποια ψάθινη καρέκλα κάποιου Αλάβαστρου, μπαρ που έφερε μεγάλη εκτίμηση σε φρικιά και σκεπτόμενους ηλίθιους , μα που από καιρό έχασε την αίγλη του μεταμφιεσμένο σε ένα ακόμα μπαρ για αδιάφορους.
Θα μπορούσε να στέκεται έτσι βουλιαγμένος εκεί μέσα περίπου μιάμιση αιωνιότητα χωρίς να ανακαλύψει κανείς πως υπάρχει και ύστερα να του ζητήσει κάποιος μια καρέκλα και να του την πάρει χωρίς να περιμένει απάντηση.

Αν τον περνούσαν για βλάκα ή στόκο θα ήταν τυχερός. Μα μόνο τα μάτια του τους ενοχλούσαν και έτσι γινόταν διάφανος, διάφανος με μάτια, είχε πλάκα ο τύπος
Αν ήθελες να μάθεις από πού είναι από πού έρχεται και που παει δεν θα το μάθαινες, κανείς ποτέ δεν το μάθε, μάλλον γιατί κανείς ποτέ δεν τον ρώτησε.

Κι όμως ήθελε να τα αλλάξει όλα αυτά, ήθελε κάποιος να γνοιαστεί. Μια μέρα μάζεψε όλο το θάρρος του. Κι αν δεν ένοιαζε κανέναν θα του ανάγκαζε να νοιαστούν τεντώθηκε , τα μηνίγκια του γέμισαν αίμα και τα μάτια του αποφασιστικότητα. Το τέλειο χτύπημα, η ιστορική στιγμή που θα τους ανάγκαζε να νοιαστούν.



Ήταν έτοιμος και το κάνε, έδωσε με ηρωισμό την μάχη. Πήρε φόρα, ανάσανε βαθιά και έβηξε. Είχε αγωνία και τρακ, μα το κάνε και περίμενε. Περίμενε δυο εβδομάδες, μα δεν έγινε τίποτα.

Κανείς δεν έδειξε να νοιάζεται και αργότερα σαν πέρασε ο καιρός να θυμάται πως κάποιος έβηξε.

Περίμενε άλλες τρις μέρες πριν το πάρει για τα καλά απόφαση. Και όταν σιγουρεύτηκε μεταμορφώθηκε σε χελώνα. Ήταν αργή και λίγο κουραστική η μεταμόρφωση μα δεν τον ένοιαζε και χρόνο είχε και κούραση.

Ερωτευόταν σερβιτόρες με κοντές φουστιτσες, γυμνά πόδια και ύφος, τις κρυφόκοιτούσε μέσα από την ασφάλεια που του δίνε το καβούκι του.

Όταν το ανακάλυπταν και ερχόταν για παραγγελία έβγαζε αργά το κεφάλι του και χαμογελούσε χωρίς καμία σημασία και αν καμιά φορά τον κοιτούσαν στα μάτια έσκυβε χαμηλά και με τρόπο μαγικό γυρνούσε ανάποδα κινδυνεύοντας να πεθάνει στην προσπάθεια του να δει και πάλι τον κόσμο ίσια .

Κάτω απ τις κεράτινες, ψυχρές φολίδες του, η σάρκα του ήταν ζεστή και μαλακή, μπορούσε ακόμα να κρατά την ανθρωπιά της. Μέχρι που ήρθε η καταστροφή. Η σάρκα επαναστάτησε και πέταξε το καύκαλο.

Γυμνός καθόταν πια στις ψάθινες καρέκλες και ένιωθε τον πόνο κάθε φορά που ο αέρας τον άγγιζε.

Μιάμιση αιωνιότητα μετά δεν ήταν ποια χελώνα, δεν είχε καβούκι πια. Ίσως γι αυτό αποφάσισε να φορέσει παλτό . Φορούσε παλτό χειμώνα καλοκαίρι με βροχή και ήλιο, κανείς δεν του απαγόρευε να φοράει παλτό, για όλους ήταν απλά τρελός , μα αν ρωτούσες τον ίδιο μια από κείνες τις μέρες του αυγουστιάτικου καύσωνα θα σου λέγε απλά «ε τι να κάνω μ αυτό το κρύο» και θα βάζε τα κλάματα

Μια μέρα όλα τελείωσαν. Αυτός δεν ξαναφάνηκε, κανείς δεν ρώτησε γιατί, κανείς δεν έμαθε ποτέ γιατί . Κι όμως αν κοιτούσες λίγο πιο προσεχτικά, θα τον έβλεπες να τριγυρνά ανάμεσα στους όρθιους θαμώνες.

Απλά είχε βγάλει το παλτό του...

Μετα την μπόρα


Κοιτάω ανήμπορος και άδειος απρόσμενα νεκρός σε μια γωνιά του νοσοκομείου...
Έγινε μετάσταση λέει, και γω θα πρέπει να το παίξω τρελίτσα, "Μάνα μια χαρά είσαι όλα καλά πήγαν"
"Αν παν καλά οι χημειοθεραπείες θα ζήσει ως και 5 χρόνια" έτσι είπε και γω δάγκωνα τα χείλη μου μέχρι να ματώσουν γιατί δεν έπρεπε να μάθεις όχι τώρα, όχι στον πιο σκληρό αγώνα σου.
Θυμάσαι
μάνα; Η πρώτη φορά που σε είδα στην εντατική, τυλιγμένη σε πράσινα σεντόνια, χαρούμενη ανεξήγητα, "πως πήγε;" "Όλα καλά μάνα" απάντησα και πληγώθηκα βαριά θανάσιμα στην φτέρνα της καρδιάς μου.
Δεν είναι που που είσαι 65 μάνα και έχεις ακόμη να ζήσεις, δεν είναι που μια ζωή παλεύεις την ζωή, είναι που είσαι η μάνα μου και γω ακόμα παιδί στα 36 μου χρόνια πιτσιρικάς αδύναμος και φοβισμένος, μα μπροστά σου τρελός και επιπόλαιος έτοιμος να πω κάποια βλακεία να γελάσεις να με κοιτάξεις τρυφερά "Τι θα κάνω εγώ με σένα;" να πεις και γω να γυρνάω το βλέμμα γρήγορα να μην δεις τον πόνο, να μην νιώσεις την αγωνία, να μην αντικρίσεις την σκιά στα μάτια μου, είναι που φτύνει ο Θεός αυτούς που δεν πρέπει.
Μάνα μείνε μην φεύγεις ...

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2007

Πεμπτη απόγευμα (Η Μαρία έφυγε...)


Η απέναντι φοιτήτρια έφυγε....
Η διαπίστωση είναι οδυνηρή, σήμερα ένας πιτσιρικάς με την μάνα του ξεσήκωσαν το σπίτι της και το καθαρίζουν.
Έφυγε χωρίς ποτέ να μάθει ότι μπήκα στα πιο κρυφά μέρη του σπιτιού της, ότι παρακολουθούσα τις πιο προσωπικές της ώρες, ήξερα την στιγμή που τρώει, που κάνει μπάνιο, που ντύνεται, που γδύνεται, που κάνει έρωτα.
Με αναίδεια και χωρίς ντροπή μπορούσα και θαύμαζα την ομορφιά της, ήταν όμορφη..
Ποτέ δεν έμαθε για μένα, ποτέ στην πραγματικότητα δεν ένιωσε τα πρόστυχα μάτια μου πάνω της κι όμως ήμουν εκεί... Πολλές φορές ανταμωθήκαμε στον δρόμο, την είχα ονομάσει αυθαίρετα Μαρία γιατί ήταν μελαχρινή με λεπτά χαρακτηριστικά, μικροκαμωμένη μα όμορφη, της ταίριαζε αυτό το όνομα.
Χρόνια τώρα για ώρες στηνόμουν απέναντι της και περίμενα το φως, δεν κατέβαζε το παντζούρι της εκτός απο τις Κυριακές, τις Κυριακές που μισούσα.
Οταν γυρνούσα απο τα ξενύχτια και απο τις ατελείωτες ώρες της σιωπής στο μπαρ, παρέα με τις κακοφωτισμένες εικόνες και πνιγμένος μέσα στην μοναξιά μου, κοιτούσα το φως της, να βεβαιωθώ πως τουλάχιστον αυτή ήταν εκεί.
Πολλές φορές ήταν, άλλες όχι, άλλες πάλι είχε αναμμένο το μικρό κόκκινο .Ηξερα πως όταν ήταν αναμένο έκανε έρωτα και γω πονούσα, χωρίς να ξέρω το γιατί, απλά βούλιαζα στον πόνο και δάγκωνα το χέρι μου μέχρι να ματώσει.
Την Μαρία δεν θα την ξαναδώ και τελικά την φωνή της δεν θα την ακούσω ποτέ, ποτέ δεν θα μάθει για μένα. Δεν υπήρξα, δεν ήμουν καν ενοχλητική μύγα γι αυτήν
Δεν τόλμησα να την μιλήσω, δεν τόλμησα καν να νιώσω , σαν την έβλεπα να φοράει τα τόσο ερωτικά εσώρουχά της. Ζήλευα αυτόν που μπορούσε να τα κοιτά και όχι να κλέβει την εικόνα τους.
Είμαι κλέφτης χωρίς αυτό που σου έκλεψα Μαρία να είναι ποτέ δικό μου.
Συνχώραμε που δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο Καλή τύχη, ήσουν υπέροχη ήμουν απλά ένα χαμηλό φως στο απέναντι διαμέρισμα......

Ξεφτύλες


           Τα κύματα της τρέλας  πικρή νότα στο στήθος
Αγαθό τριαντάφυλλο για πού τραβάς ;
Ζήτω η ζωή
Οι φωνές
Στον ίλιγγο της μουσικής
Παρθένα νιότη εκπόρνευσες τις λέξεις μου
Γκρεμίστε, γκρεμίστε, γκρεμίστε
Ραγισμένοι είσαστε, ξεράσματα της ηθικής αγελάδας,
Του ψόφιου αμνού,
Και της σιωπής του
Μίσος , ντροπή, μίσος, ντροπή, φόβος
Μη παρατραβάς ρε το σχοινί σου λένε
Τις περάσαμε τις θύρες.
Ξεφτίλα.
Άκουσα τους αυλούς του φθόνου
Βιάστε, βιάστε, βιάστε
Πουλημένοι
Πηδάμε την ψυχή μας
Την κάναμε πουτάνα
Με πουλάω για μερικά εκατοστάρικα σε μένα
Δεν μ' αγοράζω
Όχι για μερικά εκατοστάρικα ρε ξεφτίλα.

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2007

ΜΥΣΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ (Πεμπτη 4-10)

Σάββατο βράδυ Περπατώ στους δρόμους ολομόναχος . Ψιλοβρέχει και έχει ομίχλη. Παρόλα αυτά η κίνηση είναι μεγάλη. Να, τώρα φτάνω στην παραλία με τα αμέτρητα μπαράκια της. Εδώ ο κόσμος είναι ακόμη περισσότερος . Δηλαδή, τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα για μένα. Έτσι μου ‘ρχεται να μπήξω τις φωνές. Τόσος κόσμος και 'γω έχω να μιλήσω σε άνθρωπο δυο εβδομάδες τώρα. Ναι, μάλιστα, δυο ολόκληρες εβδομάδες. Όχι τίποτα άλλο θα ξεχάσω και πως μιλάνε στο τέλος .

Αφού για να καταλάβετε την απελπισία μου, κάθε τόσο πηγαίνω στα περίπτερα και στα μαγαζιά και ψωνίζω, έτσι χωρίς να χρειάζομαι τίποτα, μόνο και μόνο για να λέω «Καλημέρα. Σας παρακαλώ μου δείχνετε εκείνο το προϊόν. Ω μα είναι πολύ ακριβό δεν βρίσκετε;» Αλλά ακόμα και δω τα πράγματα είναι σκούρα γιατί βλέπετε τώρα πια αυτοί που πουλούν δεν τους νοιάζει και πολύ αν πουλήσουν. Σου λεν «Αυτό είναι. Θες;, πάρτω, δεν θες; Μην το παίρνεις. Συζήτηση θα ανοίξουμε τώρα;»

Η κατάσταση μου λοιπόν είναι τραγική. Αν δεν μιλήσω και σήμερα με κάποιον θα σκάσω. Δεν γίνεται διαφορετικά. Να κάποιος εκεί στο πεζοδρόμιο. Από το ντύσιμο του φαίνεται σωστός τύπος. Θα πάω να του μιλήσω. Ντρέπομαι. Πρέπει να πάω, πρέπει να μιλήσω σε κάποιον. Στην ανάγκη θα του πω την αλήθεια. Αν και διστάζω η αβάσταχτη μοναξιά μου με σπρώχνει, διώχνει όλες τις αναστολές. Τον πλησιάζω. Η καρδιά μου χτυπά γρήγορα. Φορώ το πιο ζεστό χαμόγελο που έχω. «Γεια σου φίλε, πως παν τα κέφια;» Με κοιτά απότομα. «Με δουλεύεις ρε μαλάκα; Άντε γαμήσου» Τρομάζω Το βάζω στα πόδια προτού με δείρει.

Μπαίνω στο πρώτο μπαράκι που βλέπω με το ηθικό πεσμένο ανεπανόρθωτα. Εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δεν υπάρχει βροχή, η ομίχλη έγινε κάπνα, το βούισμα του δρόμου, χαμηλόφωνη μουσική και η ψύχρα του έξω το ζεστό θαμπό φως του μέσα. Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου να ξαναπροσπαθήσει. Στην αρχή μου αντιστέκεται πεισματικά, ύστερα βουλιάζει στην μοναξιά του και μαζί της ξανά στην δυστυχία του.

Εφαρμόζω την τελευταία εφεύρεση ενάντια στην σιωπή μου «Εδώ είναι διαφορετικά» Λέω του εαυτού μου «Βλέπεις πόση ζεστασιά υπάρχει. Στοιχηματίζω πως κί αλοι πολλοί εδώ μέσα αισθάνονται όπως ακριβώς εσύ» «Αποκλείεται» Μου λέει «Είμαι σίγουρος» του λέω «Και αν θες βάζουμε στοίχημα» Ο μπάρμαν με κοιτά όπως κοιτά κάποιος έναν επικίνδυνο τρελό. Σκύβω στο παλτό μου και πίνω μια μπύρα που δεν θυμάμαι πότε την παρήγγειλα και αν την παρήγγειλα «λοιπόν τι λες βάζουμε στοίχημα; Του ψιθυρίζω σε έντονο ύφος. «Το ξέρεις πολύ καλά πως δεν κωλώνω πουθενά εγώ» Ωχ πάλι ύψωσα την φωνή μου…»Τότε « Ψιθυρίζω «Βάλε στοίχημα και θα το χάσεις»

Σηκώνω το κεφάλι και ψάχνω γύρω μου. Τα μάτια μου σταματούν κάπου, χαμογελώ. Ξανασκύβω και του λέω σιγά «Να πάμε εκεί στο βάθος. Αριστερά, σε ‘κείνη την ξανθιά που κάθεται μόνη. Την βλέπεις;» Σηκώνω το κεφάλι. «Την βλέπω» Μου λέει «Περιμένει κάποιον» Τσατίζομαι «Όχι δεν περιμένει κανέναν» Του απαντώ «Πάμε και θα δεις». Σηκώνομαι και πλησιάζω την κοπέλα δισταχτικά. Ο λαιμός μου έχει ξεραθεί «…Γεια σου..» Προσπαθώ να μιλήσω, μα η φωνή μου πνίγεται σε ένα μούγκρισμα. Με κοιτά με απορία. Καταπίνω δύσκολα. «Περιμένεις κανέναν;» «Ναι» Μου λέει και μου γυρνά την πλάτη. Την κοιτώ που ταλαντεύεται στις νότες της μουσικής. Επιστρατεύω όλο το θάρρος μου και κρατώ σε ετοιμότητα και το θράσος μου. Θα χρησιμοποιήσω ακόμη και αυτό αν χρειαστεί, αρκεί απόψε να μιλήσω με κάποιον. «Θέλω να σου πω κάτι» Της λέω αποφασιστικά Δεν μου δίνει σημασία «Δεν θέλω τίποτα από εσένα . Μόνο που έχω καιρό να μιλήσω σε άνθρωπο και θέλω να κουβεντιάσουμε λίγο» Με αγνοεί και πάλι. Αρχίζω να εκνευρίζομαι. «Δεν ακούς τι σου λέω; Τόσο δύσκολο είναι να καταλάβεις λοιπόν;» Η κοπέλα τρομάζει, οι θαμώνες με κοιτούν. Ο μπάρμαν πηδά απ’ τον πάγκο και με αρπάζει απ’ τον γιακά «Άσε με θέλω να μιλήσω. Δεν θέλω τίποτα άλλο ,θέλω να μιλήσω με κάποιον» Ουρλιάζω, χτυπιέμαι, προσπαθώ να του ξεφύγω. Βρίζω, διαμαρτύρομαι. Με πετά έξω. Οι περαστικοί σταματούν και με χαζεύουν. Σιάζομαι και τους κοιτώ όπως κοιτά ο ζητιάνος αυτούς που παρακαλά για ελεημοσύνη. «Δεν έκανα τίποτα, μόνο να, θέλω να μιλήσω με κάποιον. Έχω δυο ολόκληρες εβδομάδες να μιλήσω»

Άλλοι γελούν, άλλοι διαπιστώνουν την τάχα τρέλα μου, άλλοι κουνούν το κεφάλι με κατανόηση. Όλοι φεύγουν και μ’ αφήνουν μόνο. «Μην φεύγετε» Τους παρακαλώ «Δεν είμαι τρελός. Μόνο θέλω να μιλήσω με κάποιον. Έχω δυο εβδομάδες να μιλήσω…Είμαι μόνος…Μην φεύγετε…» Η φωνή μου σβήνει Έφυγαν. Είμαι μόνος. Ολομόναχος. Σάββατο βράδυ… Χώνω τα χέρια στις τσέπες, χάνομαι μες στο παλτό μου. Κάνω να φύγω. Σταματώ.

Μπροστά μου στέκεται μια κοπέλα. Με κοιτά στα μάτια και θαρρείς και είναι συγκινημένη. Την πλησιάζω σέρνοντας τα πόδια μου «Θες να μιλήσουμε;» Μου γνέφει καταφατικά. Δεν ξέρω γιατί μα αν και ονειρευόμουν αυτή την στιγμή τόσο καιρό τώρα δεν μου κάνει κέφι καν να χαμογελάσω. Μόνο νιώθω στο στήθος μου να βράζει μια δύναμη, να θέλει να βγει έξω «Θες να πάμε μια βόλτα;»

Περπατάμε αργά μες στην ομίχλη. Μένουμε σιωπηλοί για πολύ ώρα. Για μια στιγμή θέλω να φύγω, να μην μιλήσω. Έχω δυο εβδομάδες να μιλήσω σε άνθρωπο. Ξαναβρίσκω το θάρρος μου όμως γρήγορα. «Με νομίζουν όλοι για τρελό» Της λέω σιγά «Μα δεν είμαι καθόλου. Απόδειξη πως στην δουλεία μου τα πάω μια χαρά. Είμαι λογιστής. Καταλαβαίνεις τώρα, όλη μέρα πάνω από γραμμένα κατάστιχα. Γράψε, σβήσε, γράψε, σβήσε …Στο σπίτι είμαι μόνος. Εκεί να δεις βουβαμάρα» Κουνώ το κεφάλι μου «Εσύ βέβαια τώρα μπορεί να λες πως είμαι παραπονιάρης, ακοινώνητος και μονόχνοτος» Την κοιτώ. Δεν μιλά, μόνο ακούει…»Όμως δεν είμαι τίποτα από αυτά. Μ’ αρέσει να συναναστρέφομαι μ’ ανθρώπους. Είμαι ευχάριστος, κοινωνικώς. Αλήθεια…Μα τι τα θες, όταν λες καλημέρα σε κάποιον και εκείνος σε περνά για χαζό ή συμφεροντολόγο, τι τα θες;» Σωπαίνω. Ύστερα χειρονομώ νευρικά. «Αμ το άλλο; Αν τύχει και γνωρίσω κάποιον άνθρωπο γρήγορα μ’ αποφεύγει και αυτός. Γιατί έτσι που νιώθω τόσο μόνος, αγχώνομαι μη μου φύγει και γίνομαι κουραστικός και βαρετός….Και ‘συ θα βρεθείς, να το δεις…»

Της ρίχνω μια λοξή ματιά. Είναι όμορφη. Ψηλή, ξανθιά με όμορφα, πράσινα μάτια και ύφος αρχοντικό. «Βέβαια τι στα λέω όλα αυτά; Εσύ θα ‘χεις παρέες έτσι όμορφη που είσαι ε;» Παίζω με τα δάχτυλα των χεριών μου. «Βέβαια θα ‘χεις» Προσπαθώ να ελέγξω τον τόνο της φωνής μου μα δε νομίζω πως τα καταφέρνω… «Σίγουρα κάθε φορά που βγαίνεις έξω, θα μαζεύονται ένα σωρό άνδρες γύρω σου να σ’ ακούσουν που μιλάς ε;» Φαίνεται ταραγμένη. Τώρα πια η φωνή μου είναι φανερά εχθρική, το ίδιο και το βλέμμα μου. «Ότι κι αν τους πεις, θα σ’ ακούσουν, ακόμα και βλακεία, ακόμα κι αν τους βρίσεις. Αυτοί θα σ’ ακούσουν και θα σε γεμίσουν γλυκόλογα έτσι δεν είναι;».

Δεν απαντά έγινε κατακόκκινη, τρέμει απ’ τον θυμό της. Όμως τρέμω και 'γω απ’ τον θυμό μου. Τόση ώρα δεν μου είπε μια κουβέντα , θαρρείς και παίζω εκείνο το παιχνίδι με τον εαυτό μου. Είναι ψηλομύτα, σίγουρα.

Ξαφνικά το μυαλό μου φωτίζεται με την αποκάλυψη της αλήθειας. Με πλησιάζει για να μ’ ακούσει και ύστερα να τα πει στην παρέα της και να γελούν. Σφίγγω τις γροθιές μου. Σχεδόν θολώνει ο νους μου απ’ το θυμό. «Ε λοιπόν να σου πω κάτι;» Φωνάζω. Σταματά σαστισμένη. «Σε κατάλαβα. Είσαι μια υποκρίτρια , χειρότερη απ’ όλους τους άλλους. Ήρθες μαζί μου να μιλήσουμε και τόση ώρα δεν βγήκε απ’ το στόμα σου ούτε λέξη. Βάζω στοίχημα πως μετά θα πας στους φίλους σου, θα πεις αυτά που σου είπα και θα γελάς μαζί μου. Σαν δεν ντρέπεσαι…» Κουνά το κεφάλι της αρνητικά. Ακόμα και τώρα, που την ξεσκέπασα αρνείται την αλήθεια . Αυτό είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να μου συμβεί. Τόση γαϊδουριά από μέρος της. «Έτσι ε;» Ουρλιάζω και την τραβώ απ’ το μπράτσο με δύναμη «Με κοροϊδεύεις» Τώρα κλαίει η πουτάνα, τώρα που την κατάλαβα κλαίει για να την λυπηθώ. Φοβάται…Θα την κανονίσω εγώ «Είσαι υποκρίτρια. Είσαι χειρότερη απ’ όλους» Κλαίει και κουνά το κεφάλι αρνητικά . Παλεύει να μου ξεφύγει, η τσάντα πέφτει απ’ τον ώμο της χάμω, μα δεν της αφήνω το χέρι. Τόσο θράσος καταντάει αηδία . Την ταρακουνώ «Γιατί δεν μιλάς; Γιατί δεν λες μια λέξη; Εμπρός…»

Κλαίει με λυγμούς, παλεύει, μου ξεφεύγει. Τρέχει και αρπάζει την τσάντα όμως δεν φεύγει. Την ανοίγει βγάζει από μέσα ένα μπλοκάκι και ένα στυλό. Τρέμει ολόκληρη. Στέκομαι και την κοιτώ απορημένος. Τα έχω χάσει τέλειος πια. Γράφει κάτι, με πλησιάζει φοβισμένα και μου το δίνει. Κοιτώ πρώτα τα υγρά, απ΄τα δάκρυα, παραπονεμένα μάτια της , ύστερα σκύβω στο χαρτί και διαβάζω ``Είμαι μουγκή’’

Γιαννης Ριτσος Ὄνειρο καλοκαιρινοῦ μεσημεριοῦ (ἀπόσπασμα)


Χτὲς βράδυ δὲν κοιμήθηκαν καθόλου τὰ παιδιά. Εἴχανε κλείσει ἕνα σωρὸ τζιτζίκια στὸ κουτὶ τῶν μολυβιῶν, καὶ τὰ τζιτζίκια τραγουδοῦσαν κάτου ἀπ' τὸ προσκεφάλι τους ἕνα τραγούδι ποὺ τὸ ξέραν τὰ παιδιὰ ἀπὸ πάντα καὶ τὸ ξεχνοῦσαν μὲ τὸν ἥλιο.

Χρυσὰ βατράχια κάθονταν στὶς ἄκρες τῶν ποδιῶν χωρὶς νὰ βλέπουν στὰ νερὰ τὴ σκιά τους. κι ἤτανε σὰν ἀγάλματα μικρὰ τῆς ἐρημιᾶς καὶ τῆς γαλήνης.

Τότε τὸ φεγγάρι σκόνταψε στὶς ἰτιὲς κι ἔπεσε στὸ πυκνὸ χορτάρι.

Μεγάλο σούσουρο ἔγινε στὰ φύλλα.

Τρέξανε τὰ παιδιά, πῆραν στὰ παχουλά τους χέρια τὸ φεγγάρι κι ὅλη τη νύχτα παίζανε στὸν κάμπο.

Τώρα τὰ χέρια τους εἶναι χρυσά, τὰ πόδια τους χρυσά, κι ὅπου πατοῦν ἀφήνουνε κάτι μικρὰ φεγγάρια στὸ νοτισμένο χῶμα. Μά, εὐτυχῶς, οἱ μεγάλοι ποὺ ξέρουν πολλά, δὲν καλοβλέπουν. Μονάχα οἱ μάνες κάτι ὑποψιάστηκαν.

Γι᾿ αὐτὸ τὰ παιδιὰ κρύβουνε τὰ χρυσωμένα χέρια τους στὶς ἄδειες τσέπες, μὴν τὰ μαλώσει ἡ μάνα τους ποὺ ὅλη τη νύχτα παίζανε κρυφὰ μὲ τὸ φεγγάρι.

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2007


Θυμάσαι εκείνο τον λόφο;
τον αντίκρισα με δέος, έτρεξα ίσα πάνω του και είδα το δέντρο. Το βλεπα άσχημο, έτσι γυμνό και κυρτωμένο, με χάιδεψε τα μαλλιά με κατανόηση, "δεν είναι άσχημο, γερασμένο είναι", μου είπες "τα βάσανα το κύρτωσαν και την γύμνια του δεν την ντρέπεται, γιατί έζησε και είδε την σκιά του να δροσίζει χωρίς να ρωτά και να διαλέγει τα πλάσματα που τυλίγει, γιατί μέσα στα κλαδιά του κρύφτηκε κάθε αδύναμο και μικρό ζώο την ώρα του φόβου του.
Και τώρα μπορεί να θυμάται τα αμέτρητα πρωινά που αντίκρισε, τον αέρα που του κανε παρέα, το κάθε παιδί που ξεκουράστηκε πάνω του."
Σε κοίταξα περίεργα, δεν καταλάβαινα τι σχέση έχουν αυτά με την ομορφιά του... Και τώρα σε κοιτώ, χρόνια και χρόνια πέρασαν από τότε, μα τώρα πια καταλαβαίνω....

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2007

Η Τρίτη του γραφείου ( Τρίτη 2 Οκτωμβρίου)

Σκυμμένος πίσω απο χαρτιά κοιτώ την μέρα έξω να κυλάει.
Τα καρφιά σημειώνουν στο μπλοκάκι τους την αδιαφορία μου εκείνη η ξανθιά απέναντί μου διαθέσιμη να κάνει πίπες για 600 ευρώ...δεν ξέρω ίσως και να κάνει.
Και γω μουγκός πίσω απο το γραφείο να βογκάω καλημέρες σε καθίκια που επειδή έχουν μια θέση στο δημόσιο νομίζουν πως πιάσανε τον παπά απο τα....α....
Χθες καθώς τα πινα γύρισα και είπα, η απραξία μου είναι αυτοκτονική, αδόκιμος όρος το ξέρω μα απαραίτητος στην διαδικασία της αυτόματης σκέψης.
Κάτι σαχλογκόμενες δίπλα με κοίταξαν ενοχλημένα, το δίχως άλλο θα με πέρασαν για τρελό..
Ντράπηκα και έσκυψα στο ποτήρι μου χωρίς να μιλάω άλλο πιά.. έτσι έχασα και την τελευταία παρέα που χα χθες βράδυ...τον εαυτό μου