Τετάρτη 19 Μαρτίου 2008

ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΠΟΥ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΑΝ ΤΗΝ ΠΟΛΗ


Ανοίγω τα μάτια . Καλημέρα . Νιώθω ξεκούραστος , λες και κοιμήθηκα χρόνια. Έχω καιρό να νιώσω έτσι όμορφα . Λες και όλα έχουν αλλάξει Κάνει κρύο, το ταβάνι στάζει, ανασηκώνω το κεφάλι μου και κοιτώ το πάτωμα.
Έχει σχηματιστεί μια μικρή λίμνη με νερό. Η κάθε σταγόνα δημιουργεί πάνω στην μικρή λίμνη
αρμονικούς ομόκεντρους κύκλους. Έχω και παρέα , τις κατσαρίδες που γυρνούν στις σκοτεινές υγρές γωνιές τους μετά την ολονύχτια περιπλάνηση τους στο δωμάτιο μου.
Κατά
την προσφιλή συνήθεια μου ανακάθομαι στο στρώμα, σταυρώνω τα πόδια και βυθίζομαι σε σκέψεις σοβαρές και κρίσιμες , πώς θα βγω χωρίς να το πάρει χαμπάρι η σπιτονοικοκυρά μου. Βλέπετε της χρωστάω πέντε νοίκια . Όπως πάντα δεν καταλήγω πουθενά μα Δε βαριέσαι , η ζωή είναι όμορφη και τα προβλήματα προσωρινά . Μπα παραείμαι αισιόδοξος σήμερα. Να δεις που στο τέλος θα μου βγει σε κακό.
Αποφασίζω να το σκάσω απ’ το παράθυρο. Ντύνομαι γρήγορα, ανοίγω τα παντζούρια και με ένα σάλτο βρίσκομαι στον δρόμο. Βρέχει και φυσά. Κατεβαίνω το έρημο
πλακόστρωτο σοκάκι χωρίς να συναντήσω ούτε ένα άνθρωπο. Το πρώτο αυτό γεγονός ενισχύει την μέχρι τώρα καλή μου διάθεση.
Τα κλαδιά στα δέντρα είναι γυμνά. Τα
λιγοστά κίτρινα φύλλα που μένουν πάνω τους ξηλώνονται και αυτά από το άνεμο και τριγυρνούν αλήτικα από ‘δω κι από ‘κει. Μ’ αρέσει αυτό το μέρος , μ’ αρέσει η ησυχία. Δεν αγαπώ τους ανθρώπους , ούτε τα χρώματα τους , ούτε τους ήχους τους , ούτε τα προϊόντα τους. Η πόλη θα ’ταν πολύ καλύτερη αν ήταν άδεια. Θα μου πείτε τώρα , αν δεν υπήρχε κόσμος πώς θα υπήρχε πόλη; Αυτό είναι άλλη ιστορία.
Δυστυχώς κάποτε τα έρημα δρομάκια τελειώνουν. Τώρα είμαι αναγκασμένος να βγω στον κεντρικό δρόμο, να δω αντιπαθητικές φάτσες
και να μυρίσω τη μπόχα τους. Και μόνο η ιδέα με αναστατώνει. Τους μισώ τους ανθρώπους και τους κεντρικούς δρόμους.
Πλησιάζοντας περιμένω να ακούσω
το χαρακτηριστικό μουρμουρητό , μα δεν ακούω τίποτα . Στρίβω και βλέπω το κεντρικό δρόμο άδειο. Δηλαδή τι άδειο, νεκρό. Αρχίζω να τα χάνω. Η ησυχία μου τρυπά τα αυτιά . Κοιτώ γύρω μου σαν τρελός. Τίποτα , ούτε ψυχή, μόνο σκουπίδια και κίτρινα φύλλo.
«Ει είναι κανείς;». Φωνάζω. Αφουγκράζομαι. Τίποτα. Περπατώ με μεγάλα βήματα στην μέση του δρόμου κοιτώ γύρω μου ανήσυχα.
Τα μαγαζιά
είναι κλειστά, τα αυτοκίνητα εγκαταλελειμμένα στην βροχή, τα πεζοδρόμια άδεια.
Που πήγαν οι άνθρωποι; Ένας κόμπος στέκεται στον λαιμό μου, τα νεύρα
μου τεντώνονται, με
Πιάνει πανικός.
Εγκατέλειψαν την πόλη. Είμαι μόνος σ’αυτήν την μπασταρδούπολη, ολομόναχος.
Αυτό δεν τ’ αντέχω. Φοβάμαι.
Αρχίζω να τρέχω. Τρέχω σαν τρελός κόντρα στην βροχή και στον άνεμο. Μ’ άφησαν μόνο. Είμαι μόνος . Με λούζει
κρύος ιδρώτας, τα μάτια μου γουρλώνουν, η ησυχία της πόλης με πονά.
Λαχανιάζω, μου πονά το στήθος, μα τρέχω. Ξαφνικά ραγίζω. Γονατίζω στη μέση του πλυμένου από
Τη
βροχή δρόμου και κλαιω πικρά. Γιατί μ’ άφησαν οι άνθρωποι μόνο; Τι τους έκανα;
«Ει τρελός είσαι και στέκεσαι εκεί;»Ανθρώπινη φωνή. Τρελαίνομαι. Είναι ένας γεροντάκος σηκώνομαι και τρέχω πάνω του. Τον αγκαλιάζω.
«Μείναμε μόνοι. Έφυγαν οι άνθρωποι. Που πήγαν; Ξέρεις;Τους είδες;;» Ο γέρος με κοιτά σαστισμένα. «Είσαι πραγματικά τρελός . Τι λες παλικάρι μου; Έλα στα καλά σου». Τον σκουντώ νευριασμένος που δεν καταλαβαίνει.
«Καλά δεν βλέπεις; Η πόλη είναι άδεια. Φύγαν σου λεω, φύγαν και μας άφησαν μόνους»
Γελά ο αναίσθητος . «Τι γελάς;» Ουρλιάζω κλαίγοντας απαρηγόρητα. Κούνα το κεφάλι του και παραμιλά
«Καλά το κατάλαβα Κυριακή και με τόσο κρύο μόνο χαζούς θα συναντήσω.» «Είναι Κυριακή ;…» Ψελλίζω έκπληκτος. Ο γέρος δεν μ’ απαντά . Γυρνά την πλάτη και απομακρύνεται μουρμουρίζοντας. Χαμογελώ και ανασαίνω με ανακούφιση. «Εϊ γέρο» Του φωνάζω «Πλάκα σου Κανά . Το ξέρα πως είναι Κυριακή».

Δεν υπάρχουν σχόλια: